Την άμεση απόσυρση του νομοσχεδίου για τη μικρή ΔΕΗ ζητά ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ κ Γ. Καββαθάς μιλώντας στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου τονίζοντας ότι θα πρέπει να αρχίσει άμεσα διαπραγμάτευση μεταξύ των κομμάτων, των τοπικών φορέων και των επιστημονικών αρχών για τη μελέτη και οργάνωση διαχείρισης του τομέα ενέργειας της χώρας.
Η μελέτη και η οργάνωση διαχείρισης, υπογράμμισε ο κ. Καββαθάς, πρέπει να γίνει με όρους που θα υποστηρίζουν την εγχώρια βιομηχανία και βιοτεχνία, την απασχόληση, την καινοτομία και θα αναπτύσσουν τις απαραίτητες υποδομές τις οποίες απαιτεί η γεωοικονομία της χώρας, η μικρή επιχειρηματικότητα, η ανάδειξη του τουριστικού προϊόντος όπως και άλλων τομέων εθνικού ενδιαφέροντος.
Εξηγώντας τις θέσεις της ΓΣΕΒΕΕ για την απόσυρση του νομοσχεδίου ο Πρόεδρος της Συνομοσπονδίας σημείωσε ότι με τις διευθετήσεις που επιχειρούνται δια μέσω του νομοσχεδίου στην αγορά ηλεκτρισμού θα δημιουργηθεί ολιγοπώληση αγορών ενέργειας η οποία θα επεκταθεί και σε άλλες δραστηριότητες με τον επηρεασμό των τιμών και των παραγωγικών δυνατοτήτων.
Οφείλουμε να τονίσουμε, υπογράμμισε ο κ. Καββαθάς, ότι η επιχειρούμενη μεταβολή δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας ολοκληρωμένης μελέτης για την αγορά ενέργειας, και ιδιαίτερα της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αποτελεί παράμετρο εξάρτησης της χώρας από διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε το εξής παράδοξο στην άσκηση οικονομικής πολιτικής: αγορές με ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά να μετασχηματίζονται μέσω εξωγενών παρεμβάσεων σε ολιγοπωλιακές αγορές με πρόφαση την αναγκαιότητα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και άλλες αγορές με φύσει ολιγοπωλιακό / μονοπωλιακό χαρακτήρα να απελευθερώνονται με έναν ιδιαίτερο στρεβλό και αντιπαραγωγικό τρόπο.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Καββαθά στην Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής έχει ως εξής:
Το νομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση με τίτλο «Δημιουργία Νέας Καθετοποιημένης Εταιρίας Ηλεκτρικής Ενέργειας» ακολουθεί με συνέπεια μια σειρά διαδοχικών νομικών διευθετήσεων στις βασικές αγορές προϊόντος και υπηρεσιών που επιχειρείται το τελευταίο διάστημα, με σκοπό την «απελευθέρωση» των αγορών αλλά με προφανή αποτελέσματα στη συγκέντρωση της αγοράς και τη διαμόρφωση νέων ολιγοπωλιακών δομών σε έναν κλάδο μεγάλου εθνικού ενδιαφέροντος. Εν προκειμένω ο κλάδος ενέργειας φαίνεται να αντιμετωπίζεται ως ένας τομέας παραγωγής ενός «κλασικού» οικονομικού αγαθού, του οποίου η διαχείριση εξομοιώνεται με την αγορά οποιουδήποτε άλλου αγαθού, δίχως να συνυπολογίζονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως οι οικονομίες κλίμακας, η συμπληρωματικότητα των δικτύων, το υψηλό πάγιο κόστος λειτουργίας και ανάπτυξης, η εθνική ασφάλεια καθώς και ο κεντρικός ρόλος της αγοράς ενέργειας σε άλλους σημαντικούς τομείς της οικονομίας.
Επίσης, στο εν λόγω εγχείρημα δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη η ιστορική εξέλιξη αντίστοιχων ρυθμίσεων σε άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες που διέθεταν επάρκεια δικτύου και πρώτων υλών. Το παράδειγμα αποτυχίας της Μ. Βρετανίας, της Ιταλίας με τις αρνητικές επιπτώσεις που υπήρξαν στον πληθωρισμό, το περιβάλλον, το δίκτυο υποδομών αλλά και την ολιγοπώληση της αγοράς δεν έχουν απασχολήσει το Υπουργείο.
Υπό αυτή την έννοια, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας εντάσσεται μονομερώς στο συνολικότερο πλαίσιο «μεταρρύθμισης των αγορών» (απορρύθμισης θα λέγαμε), η οποία όμως συμβαίνει άκριτα με μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση των δεσμεύσεων της χώρας που αναφέρονται είτε στις δανειακές συμβάσεις και τα προγράμματα χρηματοοικονομικής στήριξης και των προαπαιτούμενων για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της χώρας, είτε στην αναγκαιότητα προσαρμογής στις κοινοτικές οδηγίες. Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά ότι ο τομέας ενέργειας δεν προσφέρει ένα απλό καταναλωτικό αγαθό σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά δημιουργεί ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων και αλληλεπιδράσεων που καθορίζουν τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα πολλών κλάδων της χώρας, ενώ επηρεάζει και τη ζήτηση και την υποκατάσταση κατανάλωσης των νοικοκυριών.
Είμαστε όλοι μάρτυρες των επιπτώσεων από την εξίσωση του φόρου πετρελαίου κίνησης και θέρμανσης. Άλλωστε, πρέπει να σημειώσουμε ότι η διάδοση και αξιοποίηση των εναλλακτικών μορφών ενέργειας (φυσικό αέριο, Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βιοκαύσιμα, μικρά υδροηλεκτρικά, αιολικά πάρκα) έχει δημιουργήσει de facto ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλαίσιο στην αγορά ενέργειας, το οποίο δεν θα εξυπηρετηθεί περαιτέρω από την πολυδιάσπαση της ΔΕΗ. Η αγορά σήμερα έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει ανταγωνιστικά σε τομείς όπου μπορούν να υπάρξουν επενδυτικές ευκαιρίες (δίκτυα υποδομών φυσικού αερίου, εκμετάλλευση εκτάσεων για αιολικά, ΑΠΕ), αλλά η αυτή καθεαυτή κατάτμηση της ΔΕΗ θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα υποτίθεται θα επιλύσει.
Η ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι είναι με τη νέα διευθέτηση που επιχειρείται στην αγορά ηλεκτρισμού θα δημιουργηθεί ολιγοπώληση αγορών ενέργειας, η οποία θα επεκταθεί και σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες δια μέσου του επηρεασμού των τιμών και των παραγωγικών δυνατοτήτων. Οφείλουμε, δε, να τονίσουμε ότι η επιχειρούμενη μεταβολή δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας ολοκληρωμένης μελέτης για την αγορά ενέργειας, και ιδιαίτερα της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αποτελεί παράμετρο εξάρτησης της χώρας από διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις.
Το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε το εξής παράδοξο στην άσκηση οικονομικής πολιτικής: αγορές με ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά να μετασχηματίζονται μέσω εξωγενών παρεμβάσεων σε ολιγοπωλιακές αγορές με πρόφαση την αναγκαιότητα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, και άλλες αγορές με φύσει ολιγοπωλιακό/μονοπωλιακό χαρακτήρα να απελευθερώνονται με έναν ιδιαίτερο στρεβλό και αντιπαραγωγικό τρόπο.
Είναι γεγονός λοιπόν ότι ο συγκεκριμένος κλάδος δε διέπεται από τα χαρακτηριστικά εκείνα που τον καθιστούν μια πλήρη ανταγωνιστική αγορά. Σύμφωνα με όλα τα οικονομικά εγχειρίδια, ο κλάδος της ενέργειας και ιδιαίτερα ο κλάδος της ηλεκτρικής ενέργειας έχει χαρακτηριστεί ακόμη και ως φυσικό μονοπώλιο καθώς συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία κόστους και οικονομίας κλίμακας, τα οποία υπαγορεύουν την αυστηρή ρύθμιση από το κράτος προκειμένου η αγορά να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό είναι τόσο τεχνικοί, όσο και κοινωνικοί (αφορούν την τεχνική και την διανεμητική αποτελεσματικότητα).
Στους τεχνικούς λόγους θα συμπεριλαμβάναμε τα εξής:
1) Η ηλεκτρική ενέργεια αποτελεί ένα κλάδο «ομπρέλα», ο οποίος τροφοδοτεί με πρώτη ύλη τη βιομηχανία, την παραγωγή αλλά και τα νοικοκυριά. Υπό αυτή την έννοια κατέχει δεσπόζουσα θέση στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας που λαμβάνει χώρα στην επικράτεια, καθώς επηρεάζει συνθήκες ανταγωνισμού, κόστη παραγωγής και κατανομή κόστους μεταξύ μεγάλων και μικρών πελατών. Αγοραίες διευθετήσεις τιμών μπορούν να οδηγήσουν σε στρέβλωση της λειτουργίας τους μεγάλες εθνικές βιομηχανίες και τοπικές εξωστρεφείς επιχειρήσεις.
2) Η παραπάνω επισήμανση καθιστά απαραίτητο τον έλεγχο τιμολογιακής πολιτικής από μέρους των κρατικών αρχών. Όμως, σε αυτήν την περίπτωση αν οι επιχειρήσεις θεωρήσουν ότι οι τιμές που ορίζονται είναι μη αποδοτικές, έχουν κίνητρο να μειώσουν την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την κάλυψη δικτύου. Αυτό έχει συμβεί σε άλλους κλάδους, αλλά και σε άλλες χώρες μετά την ιδιωτικοποίηση βασικών υποδομών. Αν από την άλλη, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες να παρέχουν συγκεκριμένες ποσότητες στο δίκτυο, τότε ενδέχεται να αυξήσουν τις τιμές σε τομείς/πεδία επιχειρηματικής δραστηριότητας που τους επιτρέπεται, δημιουργώντας μη άριστες λύσεις.
3) Οι οικονομίες κλίμακας που απαιτούνται για τη μείωση του μέσου κόστους παραγωγής μιας επιχείρησης ηλεκτρισμού απομειώνονται σημαντικά μέσα από την απελευθέρωση της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι μειώνονται οι δυνατότητες ευελιξίας του φορέα ως προς την τιμολογιακή πολιτική.
4) Οργανωσιακά και διοικητικά, ο έλεγχος της παραγωγής είναι πιο αποτελεσματικός και λιγότερο δαπανηρός όταν η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργεί μονοπωλιακά υπό την εποπτεία του κράτους, διότι αντιμετωπίζονται έκτακτες περιστάσεις αμεσότερα και αποφεύγονται κόστη διακίνησης και αναδιάρθρωσης.
5) Οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις είναι πιθανό να αποδυθούν σε ένα «κυνήγι» δέσμευσης επιχειρήσεων και μεγάλων ομίλων, με πιθανή τη δημιουργία συμπλέγματος συμφερόντων, με γνώμονα την κερδοφορία και όχι την αποτελεσματική χρήση των πόρων.
Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα που χρήζει αναφοράς για την τεκμηρίωση των παραπάνω θέσεων είναι τα τεκταινόμενα στο χώρο διαχείρισης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, όπου ο κακός σχεδιασμός, οι υψηλές τιμές και η μη αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας οδήγησαν από τη μια στην αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, και από την άλλη στη μείωση της αγροτικής παραγωγής και την αύξηση των τιμών λόγω του φαινομένου της υποκατάστασης της γης για άλλες χρήσεις, μη αγροτικές.
Στους κοινωνικούς λόγους ή λόγους ευρύτερου δημόσιου συμφέροντος, μπορούσαμε να αναφέρουμε τους εξής προβληματισμούς:
1) Αδυναμία κάλυψης περιοχών με μη κερδοφόρα δραστηριότητα της καθετοποιημένης επιχείρησης
2) Ο κεντρικός έλεγχος και κατανομή των ενεργειακών πόρων σύμφωνα με τις ανάγκες νοικοκυριών, τοπικών επιχειρήσεων, κρατικών οργανισμών καθίσταται ανεπαρκής μέσα από την κατάτμηση της εταιρείας
3) Στην περίπτωση εμφάνισης ενεργειακών κρίσεων, που προκύπτουν από τις συνεχείς διακυμάνσεις στις τιμές των πρώτων υλών (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, ΑΠΕ) είναι πολύ πιθανό να έχουμε αύξηση το κόστους παραγωγής και συνακόλουθα της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, λόγω της αδυναμίας διαφοροποίησης των πόρων, ή της σύνθεσης αυτών εξ αιτίας της διάσπασης της επιχείρησης.
4) Η επιχείρηση ηλεκτρισμού, η οποία θα παραμείνει υπό δημόσιο έλεγχο, λόγω της διάρθρωσης της ρύθμισης, είναι πολύ πιθανό ότι θα έχει ανταγωνιστικό μειονέκτημα, διότι θα είναι επιφορτισμένη με την παροχή ενέργειας σε πελάτες οι οποίοι θα χαρακτηρίζονται από υψηλότερο βαθμό επισφάλειας. Η δεδηλωμένη θέση μιας οργανωμένης πολιτείας (την οποία ασπάζεται και η ΓΣΕΒΕΕ) ότι το ηλεκτρικό ρεύμα αποτελεί δημόσιο αγαθό, μετασχηματίζει την εταιρεία από ταυτόχρονο τροφοδότη ανάπτυξης και κοινωνικής πολιτικής σε περιθωριακή επιχείρηση που καλύπτει μόνο τις αστοχίες της αγοράς. Με άλλα λόγια, υφίσταται τα κόστη του κλάδου, ενώ η ιδιωτική εταιρεία απολαμβάνει τα ευεργετήματα.
5) Σε επίπεδο εθνικής οικονομίας, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και διεθνών παικτών, σύμφωνα με τις αναφορές της έκθεσης δημόσιας διαβούλευσης, αυξάνει τις πιθανότητες να διαμορφωθούν συνθήκες διεθνούς ολιγοπωλίου παραγωγής και διακίνησης ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι βασικές προϋποθέσεις, άλλωστε, για την αποτελεσματική απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, ενός κλάδου με χαρακτηριστικά ατελούς αγοράς και μονοπωλιακής διάρθρωσης είναι ότι το κράτος θα πρέπει να εφαρμόσει το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο ώστε και να αποφεύγονται οι αυξήσεις τιμών, αλλά και να αποφεύγεται η «σπατάλη» ηλεκτρικής ενέργειας, μέσα από τη ρύθμιση της ποσότητας κατανάλωσης σε συγκεκριμένους τομείς.
Όμως, οι συγκεκριμένες συνθήκες εφόσον είναι απαιτητές για την ομαλή λειτουργία της αγοράς, οδηγούν ξανά είτε στο σφιχτό εναγκαλισμό κράτους- ιδιώτη με προφανείς αναγωγές διαπλοκής, είτε σε μη βέλτιστες τεχνικά λύσεις που οφείλονται στην προσπάθεια μεγιστοποίησης του οφέλους μέσω συρρίκνωσης του κοινωνικού πλεονάσματος.
Αναφορικά με την επίδραση που θα έχει η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση στην αγορά ενέργειας και τα κόστη που θα υφίστανται μετά την εφαρμογή της οι μικρές επιχειρήσεις, η ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η απελευθέρωση της αγοράς, θα οδηγήσει σε ολιγοπωλιακή διάρθρωση την αγορά ενέργειας. Οι βασικοί ωφελούμενοι μπορεί να είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι πολυεθνικές, οι οποίες μπορούν να αναδιαρθρώσουν τα συμβόλαιά τους με προνομιακούς όρους έπειτα από ένα διάστημα. Τις απώλειες αυτές οι νέες εταιρείες ηλεκτρισμού θα φροντίσουν να τις καλύψουν μέσα από αυξήσεις τιμών ή διαφοροποιημένες πολιτικές διάθεσης ηλεκτρικού ρεύματος σε μικρούς καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Δευτερογενώς, δυνητικές επιχειρηματικές αποτυχίες στον κλάδο ενέργειας, φαινόμενο το οποίο συναντήσαμε τα προηγούμενα χρόνια, με το κλείσιμο ιδιωτικών εταιρειών που οδήγησε ακόμη και στην παράνομη ιδιοποίηση των φορολογικών εσόδων από το περίφημο «χαράτσι», πιθανό να δημιουργήσει σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας αλλά και στην ομαλή λειτουργία της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων στο σύνολό τους, με άμεσες συνέπειες για την οικονομία, την απασχόληση, την κάλυψη του δικτύου και τα δημόσια έσοδα.
Άλλωστε, όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία (ΗΠΑ- Καλιφόρνια, Ρωσία, Μ. Βρετανία) οι ιδιώτες εισερχόμενοι στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας δεν προβαίνουν σε καμιά επενδυτική τοποθέτηση μετά την εξαγορά κρατικών μεριδίων, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση του δικτύου και της παρεχόμενης υπηρεσίας.
Η ΓΣΕΒΕΕ υποστηρίζει ότι η διάθεση αγαθών και πρώτων υλών που σχετίζονται με την ενεργειακή αυτονομία της χώρας θα πρέπει να έχουν ως βασική αρχή τη δίκαιη κατανομή των πόρων μεταξύ των ομάδων συμφερόντων, τη διασφάλιση των αρχών ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματικών μονάδων, την εξασφάλιση ενός ελαχίστου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλα τα νοικοκυριά, και την αειφόρο αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Με το εν λόγω νομοσχέδιο, διακινδυνεύονται και οι τέσσερις προαναφερθείσες αρχές διαχείρισης της ηλεκτρικής ενέργειας. Σε μια περίοδο που οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έχουν ήδη επιβαρυνθεί από το υψηλό κόστος ενέργειας και έχουν συσσωρευμένες οφειλές, μια μεταβολή στην αγορά ενέργειας μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά διαρθρωτικά αλλά και προβλήματα επιβίωσης. Μάλιστα, το γεγονός ότι επί εξαμήνου θα απαγορευτεί στη ΔΕΗ να ασκεί διακριτή τιμολογιακή πολιτική, με την επίκληση διατήρησης των συνθηκών ανταγωνισμού, αντιλαμβανόμαστε ότι εγκλωβίζει και αφοπλίζει τη νέα δημόσια επιχείρηση.
Σε θεσμικό επίπεδο, παρατηρούμε ότι αποτελεί σοβαρό πολιτικό ολίσθημα της κυβέρνησης η κατάθεση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου εντός του καλοκαιριού, με επείγουσες διαδικασίες διότι διακινδυνεύει να προκαλέσει εύλογες αντιδράσεις οι οποίες θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο τουριστικό προϊόν της χώρας αλλά και θα επιβαρύνει και περαιτέρω το έλλειμμα των δημοκρατικών διαδικασιών.
Επί των άρθρων του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, επισημαίνονται τα εξής:
1) Στο άρθρο 1 παρουσιάζεται το πλαίσιο σύστασης της νέας εταιρείας ηλεκτρισμού. Η ΔΕΗ θα αποδώσει στη νέα εταιρεία το 30% των υφιστάμενων εγκαταστάσεων που αποτελείται μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με βάση το λιγνίτη, δικαιώματα εκμετάλλευσης επί λιγνιτωρυχείων, μονάδες υδροηλεκτρικής παραγωγής και μονάδα ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το φυσικό αέριο. Αντίστοιχα, προβλέπεται παραχώρηση του 30% του πελατολογίου.
Το άρθρο δεν ορίζει με ποια διαδικασία αξιολόγησης των επισφαλειών των πελατών θα κατανεμηθεί μέρος της πελατειακής βάσης της υφιστάμενης εταιρείας ηλεκτρισμού. Παράλληλα, στη νέα εταιρεία- και αντίθετα με τις διακηρύξεις περί απόσπασης των μονάδων με υψηλότερο κόστος διαχείρισης- παραχωρούνται φιλικές προς το περιβάλλον μονάδες ηλεκτρικής παραγωγής (φυσικό αέριο, υδροηλεκτρικοί σταθμοί), οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό πόρο οικονομικής αειφορίας.
2) Στο άρθρο 4 ορίζεται η μέθοδος διαπίστωσης της λογιστικής αξίας του εισφερόμενου κλάδου. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών της αγοράς, τα εισφερόμενα μερίδια μετοχών δε θα πρέπει να υπόκεινται στον κλασικό χρηματιστηριακό έλεγχο αποτίμησης. Η υπεραξία του συγκεκριμένου κλάδου είναι διαχρονικά υψηλή και αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη παρά την κατάσταση ύφεσης στην οποία συντηρείται η ελληνική οικονομία επί 6 συναπτά έτη.
3) Στο άρθρο 5, η ΓΣ των μετόχων θα πρέπει να θέσει υπόψη των μελών της, τις οικονομικές καταστάσεις της τελευταίας επταετίας, αντί 3ετίας, διότι, θα πρέπει να αποτιμηθεί η πορεία της επιχείρησης πριν και μετά την κρίση, η οποία έχει συστημικά χαρακτηριστικά. Με ποια μέθοδο συνολικά σκοπεύει η κυβέρνηση να αποτιμήσει την αξία του φορέα αυτού; Και γιατί δεν προτιμάται η λύση της αξιοποίησης και προσφοράς σε ιδιώτες εγκαταλελειμμένων, απαξιωμένων ορυχείων, εγκαταστάσεων και παραδίδονται με χαμηλό τίμημα έτοιμες κερδοφόρες μονάδες;
4) Στο άρθρο 7, παρ. 1, προτείνεται η έγκριση του σχεδίου απόσχισης να γίνει από το Ελληνικό Κοινοβούλιο και όχι αποκλειστικά από τον Υπουργό Ανάπτυξης για λόγους διαφάνειας και χρηστής διοίκησης.
5) Στο άρθρο 8, οι παράγραφοι 5 και 6 θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν. Ο νέος φορέας δε θα πρέπει να βαρύνεται με παραβιάσεις βασικών ρυθμίσεων εργατικής νομοθεσίας και διαχείρισης προσωπικών δεδομένων. Υπάρχουν θέματα εθνικής ασφάλειας και χειραγώγησης της λιανικής και χονδρικής αγοράς.
6) Το άρθρο 9 θα πρέπει να προσδιορίσει τον τρόπο μεταβίβασης συμβάσεων πελατών έτσι ώστε να μη δημιουργούνται ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα υπέρ της νέας εταιρείας. Μάλιστα, ό όρος ότι η ΔΕΗ δεν μπορεί να ακολουθήσει επιθετική πολιτική τιμών για ένα εξάμηνο υποδηλώνει ότι γίνεται θεραπεία της μονοπωλιακής φύσης του κλάδου με μια επιπρόσθετη στρέβλωση, που αφορά τη δυνατότητα άσκησης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Αυτό σημαίνει έμμεσα ότι γίνεται η παραδοχή ότι οι τιμές δεν πρόκειται να μειωθούν μεσοπρόθεσμα.
Η ΓΣΕΒΕΕ
– αξιολογώντας ότι ο ιδιωτικός τομέας και οι μικρές επιχειρήσεις δεν πρόκειται να επωφεληθούν από τη συγκεκριμένη διευθέτηση που επιχειρεί το Υπουργείο Ενέργειας,
– θεωρώντας ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που την καθιστούν ατελή ανταγωνιστική αγορά,
– εκτιμώντας ότι οι βασικές υποδομές μιας χώρας σε περίοδο κρίσης θα πρέπει να έχουν κεντρική εποπτεία με σκοπό την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και των πολιτών
– διαβλέποντας ότι η αποτίμηση του δημόσιου περιουσιακού στοιχείου (μικρή ΔΕΗ) θα γίνει σε πολύ χαμηλότερη αξία από την πραγματική διαχρονική αξία του κλάδου λόγω της κρίσης που διέρχεται η χώρα
– προβλέποντας ότι η ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας δε θα φέρει νέες επενδύσεις και καινοτομία αλλά θα οδηγήσει σε αναποτελεσματικότητες πολλές άλλες ανταγωνιστικές αγορές, όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες
τάσσεται υπέρ της απόσυρσης του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και της έναρξης διαπραγμάτευσης των κομμάτων, των τοπικών φορέων και των επιστημονικών αρχών για τη μελέτη και οργάνωση διαχείρισης του τομέα ενέργειας της χώρας με όρους που θα υποστηρίζουν την εγχώρια βιομηχανία και βιοτεχνία, την απασχόληση, την καινοτομία και θα αναπτύσσουν τις απαραίτητες υποδομές τις οποίες απαιτεί η γεωοικονομία της χώρας, η μικρή επιχειρηματικότητα, η ανάδειξη του τουριστικού προϊόντος όπως και άλλων τομέων εθνικού ενδιαφέροντος.