Ο “πυρετός” των υψηλών τιμών στο ελαιόλαδο φαίνεται να υποχωρεί. Το τελευταίο διάστημα, καταγράφεται μια σημαντική μείωση στην τιμή παραγωγού του έξτρα παρθένου ελαιολάδου, η οποία φτάνει έως και 40%.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται ως αποτέλεσμα της μεγάλης αύξησης της παραγωγής, σε σύγκριση με τη μικρή συγκομιδή της περασμένης χρονιάς. Υπενθυμίζεται ότι λόγω των κλιματικών συνθηκών και άλλων παραγόντων, η τιμή του ελαιολάδου είχε εκτοξευθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, φτάνοντας τα 9,5 ευρώ το κιλό για τον παραγωγό. Αυτή η αύξηση είχε μετακυλιστεί αναπόφευκτα και στον καταναλωτή, με αποτέλεσμα η τιμή του ελαιολάδου στα ράφια των σούπερ μάρκετ να ξεπεράσει τα 15 ευρώ το κιλό.
Η υψηλή τιμή απομάκρυνε πολλούς καταναλωτές από το ελαιόλαδο, οδηγώντας τους σε εναλλακτικές επιλογές. Εκτιμάται ότι σχεδόν το 40% των καταναλωτών μείωσε ή και σταμάτησε εντελώς την κατανάλωση ελαιολάδου, επιλέγοντας άλλα έλαια για την μαγειρική τους.
“Αυτό το διάστημα έχουμε μια σημαντική διόρθωση προς τα κάτω στη τιμή παραγωγού, από τα 9,5 ευρώ που είχε φτάσει το περασμένο διάστημα. Στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο βρισκόμαστε στην περιοχή των 5 ευρώ” είπε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου, Μανώλης Γιαννούλης.
Και πρόσθεσε “στο ράφι βλέπουμε μια μικρή μείωση από το καλοκαίρι” κάτι που σύμφωνα με τον ίδιο οφείλεται στην αυξημένη παραγωγή τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της λεκάνης της Μεσογείου. “Γενικότερα η μεγάλη εικόνα είναι ότι έχουμε μια παραγωγή αυξημένη έως και 50% σε σχέση με πέρυσι σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή τη στιγμή έχουμε υπερεπάρκεια ελαιολάδου και αυτό, σε συνδυασμό με τη μειωμένη κατανάλωση, η οποία ανέρχεται έως και 40% λόγω των υψηλών τιμών του προηγούμενου διαστήματος, πιέζει προς τα κάτω τις τιμές, τόσο στον παραγωγό, όσο και αυτή που αγοράζει ο καταναλωτής”.
Η Ελλάδα διπλασιάζει την παραγωγή της και αναρριχείται στη δεύτερη θέση στην ΕΕ
Μετά από μια δύσκολη χρονιά για τον κλάδο το 2023, η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα ανακάμπτει δυναμικά. Όπως ανακοίνωσε ο κ. Γιαννούλης, φέτος αναμένουμε να συγκομίσουμε περίπου 250.000 τόνους ελαιολάδου, διπλασιάζοντας σχεδόν την παραγωγή του προηγούμενου έτους. Η αύξηση αυτή οφείλεται σε πιο ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες σε σχέση με πέρυσι, όταν η ξηρασία είχε πλήξει σημαντικά τους ελαιώνες.
Η αύξηση της παραγωγής δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Και άλλες μεγάλες ελαιοπαραγωγικές χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, αναμένουν σημαντική αύξηση της παραγωγής τους. Η Ισπανία, για παράδειγμα, προβλέπεται να φτάσει τους 1,5 εκατομμύρια τόνους, ενώ η Πορτογαλία αναμένεται να συγκομίσει 180.000 τόνους.
Ωστόσο, η Ιταλία, λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων, αναμένεται να διατηρήσει την παραγωγή της στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, περίπου 230.000 τόνοι.
Η σημαντική αύξηση της παραγωγής σε πολλές χώρες αναμένεται να επηρεάσει τις τιμές του ελαιολάδου. Συνήθως, μια μεγάλη παραγωγή οδηγεί σε πτώση των τιμών, ωστόσο, η ποιότητα του ελαιολάδου και άλλοι παράγοντες, όπως η ζήτηση της αγοράς, θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των τελικών τιμών.
Παρά την αύξηση της παραγωγής, ο κλάδος του ελαιολάδου αντιμετωπίζει ακόμα πολλές προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή, οι ασθένειες των ελαιόδεντρων και η διαχείριση των αποθεμάτων. Επιπλέον, η αυξανόμενη ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια αγορά αποτελεί μια σημαντική πρόκληση για τους Έλληνες παραγωγούς.
Ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την υπερβολική έμφαση στην χαμηλή τιμή
Ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για την εμμονή του καταναλωτικού κοινού με την χαμηλή τιμή του ελαιολάδου. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, «υπάρχει μια εμμονή με την τιμή στο ράφι, αλλά για να υπάρχει λάδι στο ράφι, κάποιος πρέπει να το παράγει».
Ο πρόεδρος της οργάνωσης υπενθύμισε ότι παρόμοια φαινόμενα έχουν παρατηρηθεί και στο παρελθόν. «Πριν από 3-4 χρόνια, όταν η τιμή του ελαιολάδου είχε φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, πολλοί παραγωγοί αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια της ελιάς, καθώς δεν θεωρούσαν ότι η παραγωγή ήταν οικονομικά βιώσιμη».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «δεν είναι εφικτό να αναμένουμε να πληρώνουμε το ελαιόλαδο όσο πληρώνουμε έναν καφέ». Όπως εξήγησε, «για να έχουμε φθηνό τρόφιμο, κάποιος θα πρέπει να εργαστεί χωρίς να αμείβεται επαρκώς, κάτι που είναι αδιανόητο και μη βιώσιμο».