Eurobank: Γιατί η Ελλάδα τρέχει με πιο γρήγορους ρυθμούς

Σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών για το τρίτο τρίμηνο του 2024, η εγχώρια ζήτηση παραμένει ο βασικός κινητήριος μοχλός της οικονομικής μεγέθυνση

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει την ανοδική της πορεία, παρουσιάζοντας ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και υπεραποδίδοντας έναντι της Ευρωζώνης, όπως αναφέρει σε πρόσφατη ανάλυσή της Eurobank.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών για το τρίτο τρίμηνο του 2024, η εγχώρια ζήτηση παραμένει ο βασικός κινητήριος μοχλός της οικονομικής μεγέθυνσης. Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η συσσώρευση αποθεμάτων αποτελούν τους κύριους παράγοντες που οδηγούν την ελληνική οικονομία σε θετικούς ρυθμούς. Αντιθέτως, οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσιάζουν αρνητική τάση.

Η Eurobank, στο τελευταίο τεύχος του δελτίου της “7 Ημέρες Οικονομία”, παρουσιάζει αναλυτικά τα στοιχεία για το τρίτο τρίμηνο του 2024, καθώς και για το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη εικόνα της πορείας της ελληνικής οικονομίας.

Το πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2024 αυξήθηκε κατά 0,3% σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο 2024 (τριμηνιαίος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης) και κατά 2,4% σε σχέση με το γ’ τρίμηνο του προηγούμενου έτους (ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης).

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης ήταν παρόμοια με αυτά του β’ τριμήνου 2024. Συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση και η μεταβολή των αποθεμάτων είχαν την υψηλότερη θετική συμβολή στην ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, ενώ η συνεισφορά των καθαρών εξαγωγών (=εξαγωγές μείον εισαγωγές) ήταν αρνητική. Η δημόσια κατανάλωση παρέμεινε σε καθοδική τροχιά, ενώ ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων παγίων ήταν οριακά θετικός σε ετήσια βάση. Το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2024 ξεπέρασε τα προ πανδημίας επίπεδα κατά 9,7% (4,7% στην Ευρωζώνη), ενώ ήδη από το β’ τρίμηνο 2023 κινείται σε υψηλότερα επίπεδα από το μονοπάτι αναπτυξιακής τάσης που ακολουθούσε η Ελλάδα την 3ετία 2017-2019.

Στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 2,3% και ήταν ο 5ος υψηλότερος στην Ευρωζώνη και ο 7ος υψηλότερος στην ΕΕ-27. Στην πρώτη θέση ήταν η Μάλτα (6,1%) και ακολούθησαν (πλην Ιρλανδίας και Λουξεμβούργου): Κροατία (3,9%), Κύπρος (3,7%), Δανία (3,2%), Ισπανία (3,0%), Πολωνία (2,4%), Ελλάδα (2,3%), Λιθουανία (2,2%), Σλοβακία (2,1%), Βουλγαρία (2,1%), Πορτογαλία (1,6%), Σλοβενία (1,2%), Γαλλία (1,2%), Βέλγιο (1,0%), Ρουμανία (0,8%), ΕΕ-27 (0,8%), Ουγγαρία (0,7%), Τσεχία (0,7%), Ευρωζώνη (0,6%), Ολλανδία (0,6%), Ιταλία (0,5%), Σουηδία (0,4%), Γερμανία (-0,2%), Λετονία (-0,3%), Φινλανδία (-0,8%), Εσθονία (-1,0%) και Αυστρία (-1,2%).

Υπό το πρίσμα της ζήτησης, δηλαδή της δαπάνης για την αγορά τελικών προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται στην εγχώρια οικονομία, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 αντανακλά την ισχυρή αύξηση της μεταβολής των αποθεμάτων -ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 25,4% και ο ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου κατά 2,2%- και την ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης (1,8%).

Τα θετικά στοιχεία της εγχώριας αγοράς εργασίας όπως η αύξηση των μισθών και της απασχόλησης επιδρούν θετικά στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και αντισταθμίζουν σε έναν βαθμό τις επιπτώσεις του πληθωρισμού. Λαμβάνοντας υπόψιν τη μείωση του όγκου των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης δύναται να αφορά τους τομείς των υπηρεσιών (καταλύματα, εστίαση, διασκέδαση, ψυχαγωγία κ.α). Αντιθέτως, η δημόσια κατανάλωση μειώθηκε κατά -4,2% και ο ρυθμός μεταβολής του συνόλου των εξαγωγών κινήθηκε οριακά σε αρνητικό έδαφος καθότι η πτώση των εξαγωγών αγαθών (-2,8%) αντιστάθμισε την αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών (3,2%). Τέλος, οι εισαγωγές, ωθούμενες από την εγχώρια ζήτηση, αυξήθηκαν με έντονο ρυθμό, τόσο στο σκέλος των αγαθών (5,0%) όσο και των υπηρεσιών (7,3%). Αποτέλεσμα ήταν η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος.

Υπό το πρίσμα της παραγωγής, δηλαδή των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγουν οι τομείς της οικονομίας, η αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ) στην Ελλάδα κατά 1,9% το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 προήλθε από τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες (με ισόποση συνεισφορά δεδομένης της βαρύτητάς τους στη συνολική ΑΠΑ). Αντιθέτως, λόγω των έκτακτων αρνητικών διαταραχών στην κτηνοτροφία, των πυρκαγιών και των υστερόχρονων επιδράσεων από την κακοκαιρία Daniel στη Θεσσαλία τον Σεπ-23, η ΑΠΑ στον κλάδο της γεωργίας, δασοκομίας και αλιείας σημείωσε πτώση.

Εν κατακλείδι, ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα το γ’ τρίμηνο 2024 και το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 διατηρήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα (οριακά υψηλότερος από την πρόβλεψη του Κρατικού Προϋπολογισμού 2025 για την ανάπτυξη του 2024), υπεραποδίδοντας έναντι της Ευρωζώνης και της ΕΕ-27. Από την πλευρά της ζήτησης, η μεταβολή των αποθεμάτων (υλικά και προμήθειες, έργα σε εξέλιξη, έτοιμα προϊόντα και εμπορεύματα για μεταπώληση) και η ιδιωτική κατανάλωση αποτέλεσαν τις βασικές συνιστώσες της ανάπτυξης, ενώ από την πλευρά της προσφοράς, η βιομηχανία και οι υπηρεσίες είχαν την υψηλότερη συνεισφορά στην αύξηση της παραγωγής.

Στα αρνητικά στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του 9μηνου  Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2024 συγκαταλέγονται: πρώτον, η μείωση των εξαγωγών (λόγω της συνιστώσας των αγαθών) και η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, και δεύτερον, η ήπια άνοδος των επενδύσεων παγίων. Ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων παγίων διαμορφώθηκε στο 2,2%, ωστόσο δεν ήταν ομοιόμορφος στις επί μέρους κατηγορίες κεφαλαιουχικών αγαθών. Οι επενδύσεις στις κατοικίες, τα αγροτικά προϊόντα, τον μεταφορικό εξοπλισμό και τον εξοπλισμό τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας σημείωσαν μείωση κατά -4,6%, -7,5%, -1,3% και -1,8% αντίστοιχα, ενώ στις άλλες κατασκευές, τον μηχανολογικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα και τα άλλα προϊόντα, κατέγραψαν αύξηση κατά 5,6%, 8,1% και 1,7% αντίστοιχα.

Τέλος, βάσει των αποτελεσμάτων του γ’ τριμήνου 2024, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα υπολείπεται κατά 15,9% από την κορυφή του β’ τριμήνου 2007.

- Διαφήμιση -

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ