Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα κατέγραψε αύξηση 5,6% σε ονομαστικούς όρους κατά το εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Η αύξηση αυτή αντανακλά, κυρίως, την ενίσχυση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες παρουσίασαν σημαντική άνοδο.
Ωστόσο, η αποταμίευση των νοικοκυριών παρέμεινε σε αρνητικό επίπεδο, καθώς το σύνολο της αύξησης του εισοδήματος κατευθύνθηκε στην κατανάλωση.
Σε πραγματικούς όρους, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τις πληθωριστικές πιέσεις, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος διαμορφώθηκε στο 2,5%.
Η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 6,2%, διατηρώντας την αποταμιευτική ροή σε αρνητικό έδαφος, γεγονός που αποτελεί διαχρονική τάση για την ελληνική οικονομία.
Τα δεδομένα αυτά αναδεικνύουν τη συνεχιζόμενη εξάρτηση της εγχώριας ζήτησης από την κατανάλωση, καθώς και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η αποταμίευση ως μηχανισμός στήριξης των επενδύσεων. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Eurobank «7 ημέρες οικονομία»:
Η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα διατήρησε τη δυναμική της το 9μηνο Ιαν-Σεπ-24, καταγράφοντας ετήσια πραγματική αύξηση 2,0% ή 5,6% σε τρέχουσες τιμές. Ένας από τους κύριους ερμηνευτικούς παράγοντες αυτού του αποτελέσματος ήταν η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Αποδεικνύεται ότι οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά απασχολούμενο είχαν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αύξηση η οποία ωστόσο διοχετεύτηκε αποκλειστικά στην κατανάλωση με αποτέλεσμα ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών να παραμείνει σε αρνητικό έδαφος. Στο παρόν τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία παρουσιάζουμε και αναλύουμε τα εν λόγω στοιχεία.
Σύμφωνα με τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων που δημοσιεύει η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (gross disposable income of households), δηλαδή το εισόδημα που διατίθεται προς κατανάλωση και αποταμίευση, παρουσίασε ετήσια ονομαστική αύξηση 5,6% το 9μηνο Ιαν-Σεπ-24. Σε πραγματικούς όρους, ήτοι σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, η αύξηση ήταν ηπιότερη στο 2,5%, καθότι την ίδια περίοδο το γενικό επίπεδο των τιμών κινήθηκε ανοδικά κατά 3,0%.
Από ποιες συνιστώσες πόρων (resources) και χρήσεων (uses) που διαμορφώνουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών προήλθε η παραπάνω αύξηση; Από το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας; Από το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων; Από το εισόδημα περιουσίας; Ή από τις μεταβιβαστικές πληρωμές του κράτους; Όπως παρουσιάζεται στο Σχήμα 1.2, την υψηλότερη συμβολή είχε το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, καταγράφοντας ισχυρή άνοδο 8,9% και προσθέτοντας 4,3 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Ακολούθησαν το μικτό εισόδημα και το καθαρό εισόδημα περιουσίας με αρκετά μικρότερη συνεισφορά. Η αύξηση του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας αντανακλά κυρίως την ενίσχυση των αμοιβών ανά απασχολούμενο κατά 7,7%, καθότι η απασχόληση, πλην αυτοαπασχολούμενων, κινήθηκε ανοδικά κατά 1,0%. Συνεπώς, βάσει των παραπάνω στοιχείων, η άνοδος των μισθών είχε τη μεγαλύτερη συμβολή στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών το 9μηνο Ιαν-Σεπ-24
Παρά ταύτα, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών διοχετεύτηκε στην κατανάλωση και όχι στην αποταμίευση. Αναλυτικά, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ενισχύθηκε στα €119,4 δισεκ. το 9μηνο Ιαν-Σεπ-24, από 113,1 δισεκ. το 9μηνο Ιαν-Σεπ-23, και η κατανάλωση αυξήθηκε στα €122,1 δισεκ., από €115,6 δισεκ. Ως εκ τούτου, η αποταμίευση παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος, -€2,6 δισεκ. ή -2,2% του διαθέσιμου εισοδήματος, από -€2,5 δισεκ. ή -2,2% του διαθέσιμου εισοδήματος την αντίστοιχη περίοδο του 2023.
Εν κατακλείδι, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα κινήθηκε ανοδικά το 9μηνο Ιαν-Σεπ-24, σημειώνοντας ετήσια αύξηση σε ονομαστικούς όρους κατά 5,6% και σε πραγματικούς όρους κατά 2,5%. Οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά απασχολούμενο είχαν την υψηλότερη συνεισφορά σε αυτό το αποτέλεσμα. Επιπρόσθετα, σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα, ήτοι του 9μηνου Ιαν-Σεπ-19, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ήταν ενισχυμένο κατά 9,5%, με το εισόδημα περιουσίας και το εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη συμβολή. Ο ρυθμός αποταμίευσης των νοικοκυριών παρέμεινε σε αρνητικό έδαφος και διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα με αυτά του 9μηνου Ιαν-Σεπ-23 (-2,2% του διαθέσιμου εισοδήματος). Η αρνητική αποταμίευση του θεσμικού τομέα των νοικοκυριών στην Ελλάδα αποτελεί ένα δομικό πρόβλημα της οικονομίας εδώ και πάρα πολλά χρονιά. Εξαίρεση αποτελεί η περίοδος της πανδημίας, ωστόσο τότε η θετική αποταμιευτική ροή ήταν περισσότερο ακούσια (involuntary savings) λόγω των lockdowns παρά εκούσια (voluntary savings). Η αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών στερεί πόρους για την εγχώρια χρηματοδότηση των επενδύσεων με αποτέλεσμα η οικονομία να προσφεύγει εν μέρει στον εξωτερικό δανεισμό.