Βιομηχανίες τροφίμων, φαρμάκων, μετάλλων, τσιμεντοβιομηχανίες, εμπορικοί όμιλοι κ.ά. αντέχουν με το παραπάνω στο πέρασμα των δεκαετιών
Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΟΣΜΕΤΑΤΟΥ
Η παρουσία τους στην αγορά έχει ξεπεράσει σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και τον έναν αιώνα «ζωής», κι όμως αυτές οι επιχειρήσεις, ελληνικές επιχειρήσεις, εξακολουθούν να γράφουν νέα κεφάλαια σε ένα μεγάλο βιβλίο με πολλές σελίδες.
Εταιρίες και όμιλοι που καταρρίπτουν κάθε ρεκόρ ανθεκτικότητας στον χρόνο έχουν «δει» πολέμους, κρίσεις και δύσκολες γενικά περιόδους, αλλά βρίσκονται ακόμα εδώ και πολλές από αυτές συνεχίζουν να παράγουν «χρυσά» έσοδα, με τζίρους πολλών εκατομμυρίων.
Χωρίς πρόθεση να αδικήσει κανέναν η «DEALnews» καταγράφει ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα… αιωνόβιων ή και υπεραιωνόβιων επιχειρήσεων Ελλήνων με δραστηριότητα στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, καθώς πολλές από αυτές θεωρούνται ιδιαίτερα εξωστρεφείς. Κάτι καλό για τις ίδιες, μα και για την εγχώρια οικονομία. Σε ορισμένες από αυτές τις περιπτώσεις, η «σκυτάλη» του επιχειρείν παραδόθηκε από γενιά σε γενιά μέσα στις ίδιες οικογένειες, άλλες πουλήθηκαν σε νέα αφεντικά, άλλες ανήκουν σε funds, όμως δεν σταμάτησαν να υπάρχουν…
Αν κάνει κάποιος μια πρώτη έρευνα στο ιστορικό των ελληνικών επιχειρήσεων, διαπιστώνει ότι το ρεκόρ της αρχαιότερης από αυτές διεκδικεί η Νο 1 αλευροβιομηχανία της χώρας, οι Μύλοι Λούλης, νυν Loulis Food Ingredients, μια εισηγμένη με επικεφαλής της από το 2010 τον Νικόλαο Λούλη, ο οποίος πήρε τότε το χρίσμα της διαδοχής από τον πατέρα του Κωνσταντίνο.
Ο κ. Λούλης εκπροσωπεί την έβδομη γενιά μυλωνάδων της οικογένειάς του, σε μια υπερσύγχονη σήμερα βιομηχανία, οι «ρίζες» της οποίας κρατούν από το 1782. Τότε, ο πρόγονος του σημερινού προέδρου, ο Ζώης Λούλης, έκτισε έναν μικρό πετρόμυλο στην Αετοράχη Ιωαννίνων, που… 243 ολόκληρα χρόνια μετά θεωρείται ο «θεμέλιος λίθος» ενός ομίλου με κύκλο εργασιών ύψους 202,75 εκατ. ευρώ (ετήσια χρήση 2023), με εξαγωγές σε Βαλκάνια και Μέση Ανατολή.
Μεγάλο «ταξίδι» στον χρόνο έχει πραγματοποιήσει μια άλλη ελληνική εταιρία τροφίμων, η Μινέρβα Ελαιουργική, η οποία ανήκει μετοχικά στα ελληνικών συμφερόντων funds Diorama I (68%) και EOS Hellenic Renaissance – Elikonos 2 SCA Sicar (από 16%), και άρχισε την πορεία της από το 1877, πριν από 148 χρόνια, από ένα λαδάδικο της οδού Σωκράτους, των Καρακώστα – Γιαννακού, με δραστηριότητα τις εισαγωγές και τις εξαγωγές εδώδιμων και αποικιακών, ενώ το 1904 λάνσαρε το ομώνυμο προϊόν της. Αποκτήθηκε πολλές δεκαετίες αργότερα από τον πολυεθνικό Ομιλο Paterson Zochonis, πουλήθηκε στα funds και ο τζίρος της διαμορφώθηκε στα 71,9 εκατ. ευρώ, στον τελευταίο ετήσιο ισολογισμό της.
Ο κλάδος των τροφίμων διατηρεί, είναι αλήθεια, πολλές παρουσίες σε αυτή τη λίστα με τις παλαιότερες ελληνικές επιχειρήσεις, που ύστερα από έναν αιώνα και πλέον μπορούν και «βγάζουν» εκατομμύρια. (Οι πωλήσεις αφορούν τις πιο πρόσφατες ολοκληρωμένες χρήσεις, με δεδομένο ότι σχεδόν για τους περισσότερους -όχι όλους- τα αποτελέσματα του 2024 δεν έχουν ανακοινωθεί.)
Υπεραιωνόβιες χαρακτηρίζονται, επίσης, η βιομηχανία μπισκότων Παπαδοπούλου, η βιομηχανία επεξεργασίας άλατος Κάλας και η κονσερβοποιία Κύκνος, με έτη «εκκίνησης», αντίστοιχα, το 2022 για τις δύο πρώτες και το 2105 για την τρίτη.
Με διαδρομή 103 ετών η γνωστή οικογένεια με επώνυμο… συνώνυμο του μπισκότου ταξίδεψε την εποχή της Μικρασιατικής Καταστροφή από την Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά, όπου έγινε η αρχή. Τα πρώτα μπισκότα (Πτι Μπερ) παρασκευάστηκαν σε έναν μικρό φούρνο και πουλιόνταν χύμα, λίγα χρόνια προτού κυκλοφορήσουν οι επόμενες μάρκες της και πριν από την έναρξη της βιομηχανικής παραγωγής, που οδήγησε στη «γιγάντωση» της μετέπειτα αρτοβιομηχανίας (που παράγει σήμερα ψωμί, τορτίγιες, αρτοσκευάσματα, φρυγανιές, αλμυρά και κράκερ, μπάρες), με πρόεδρο και διευθύνουσα σύμβουλο την Ιωάννα Παπαδοπούλου, εξαγωγές σε περίπου 70 αγορές και τζίρο 233,78 εκατ. ευρώ (2023). Μια άλλη μπισκοτοποιία, πολύ μικρότερη σε μέγεθος, η Δερμίσης, «ζει» από το 1881.
Η βιοτεχνία από το Κουκάκι που ίδρυσε ο Εμμανουήλ Καλαμαράκης το 1922 και έβαλε το πιο φημισμένο ίσως ελληνικό αλάτι, το «Κάλας», σε συσκευασία το 1948, εξελίχθηκε σε όμιλο τροφίμων (Kalas Group), με σαλάτες, dressings κ.λπ. στο χαρτοφυλάκιό του, ο οποίος άγγιξε τα 44,14 εκατ. ευρώ σε πωλήσεις και προσβλέπει σε αύξησή τους, όπως και οι προηγούμενοι.
Η Αφοί Χαΐτογλου, άλλοτε οικογενειακή επιχείρηση και νυν βιομηχανία τροφίμων γνωστή για τους φημισμένους χαλβάδες της, έκλεισε το 2024 έναν αιώνα, με πωλήσεις 100 εκατ. ευρώ.
Εκατόν δέκα χρόνια έπειτα από τη σύνταξη του καταστατικού της Ελληνικής Εταιρείας Κονσερβών» στο Ναύπλιο, η Κύκνος παράγει τα πιο διάσημα «ντοματάκια», αλλά πέρα από τα προϊόντα συμπυκνωμένης ντομάτας έχει επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες (μουστάρδα, μαγιονέζα κ.λπ.), εξάγει σε 15 χώρες, «γράφει» έσοδα 36,29 εκατ. ευρώ (2023) και φέρεται ότι κοντεύει τα 40 εκατ. ευρώ. Ελληνικά brands που «επιβιώνουν» στο χρόνο αλλά αποτελούν «κομμάτια» πολυεθνικών είναι ο καφές Λουμίδης από το 1920 (Nestle), ο καφές Μπράβο από το 1926 (Jacobs Douwe Egberts), η σοκολάτα Υγείας Παυλίδης από το 1861 (Mondelez) και η μπίρα FIX από το 1864 (Ολυμπιακή Ζυθοποιία – Carlsberg).
Από ένα φαρμακείο, σε πάνω από 100 χώρες
Στο «βαρύ πυροβολικό» της ελληνικής επιχειρηματικής σκηνής ανήκει η ΒΙΑΝΕΞ, με πρόεδρο και CEO τον φαρμακοβιομήχανο Δημήτρη Π. Γιαννακόπουλο.
Με ιστορία άνω του ενός αιώνα, από το πρώτο φαρμακείο της οικογένειάς του στην Αθήνα, το μακρινό 1924, και μετέπειτα σταθμούς την ίδρυση της Φαρμαγιάν, από τον Παύλο Γιαννακόπουλο το 1960, και τη μετονομασία της σε ΒΙΑΝΕΞ το 1971, η κορυφαία ελληνική φαρμακοβιομηχανία διαθέτει, ανάμεσα σε άλλα, τέσσερα υπερσύγχρονα εργοστάσια και σχεδιάζει πέμπτο, εκτίναξε τον κύκλο εργασιών της στο «φράγμα» των 500 εκατ. ευρώ και δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 100 χώρες.
Αλλά και η Lavipharm (Τηλέμαχος Λαβίδας), ιδρυθείσα το 1911, έχει μετασχηματιστεί σε έναν ολοκληρωμένο όμιλος έρευνας και ανάπτυξης, παραγωγής, εισαγωγής, εμπορίας και διανομής φαρμάκων, καλλυντικών και προϊόντων υγείας στην Ελλάδα, με έντονη διεθνή δραστηριότητα, με καθαρές πωλήσεις 50,93 εκατ. ευρώ το 2023.
Στις υπεραιωνόβιες ελληνικές βιομηχανίες περιλαμβάνεται και η σαπωνοποιία Παπουτσάνης, με πορεία 155 χρόνων, από το 1870, υπό την ηγεσία των Μενέλαου Τασόπουλου – Γιώργου Γκάτζαρου έφτασε πέρσι σε τζίρο 66,2 εκατ. ευρώ και εξάγει το 55% της παραγωγής της.
Ιστορία πολύ άνω του ενός αιώνα, η καπνοβιομηχανία Καρέλιας υπάρχει από το 1888 (137 έτη), είναι εισηγμένη στο Χ.Α., διανέμει τα σήματά της σε περισσότερες από 65 χώρες και ανήκει στα μέλη της οικογένειας που της έδωσε το όνομά της, με κύκλο εργασιών περίπου 300 εκατ. ευρώ το 2024 (εκτός ειδικού φόρου κατανάλωσης και ΦΠΑ).
Μέσα στο 2024, όπως αναφέρθηκε εκ μέρους της διοίκησης, η Καρέλια συνεισέφερε στα κρατικά ταμεία ποσά Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και ΦΠΑ που αναλογούν στη χρήση 2024, αλλά και κάθε άλλης μορφής φόρων που κατεβλήθησαν μέσα στο 2024 συνολικού ύψους 706 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο είναι το μεγαλύτερο στην ιστορία της.
Μια άλλη εισηγμένη, η Πέτρος Πετρόπουλος ΑΕΒΕ, ιδρύθηκε το 1922 στη Θεσσαλονίκη. Αντικείμενά της σήμερα: κατασκευάζει, διανέμει και υποστηρίζει μεγάλο εύρος προϊόντων αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως αυτοκίνητα (ως επίσημος εισαγωγέας μοντέλων Jaguar – Land Rover) φορτηγά, λεωφορεία και άλλων τομέων, γεννήτριες, κινητήρες diesel, σκάφη εξωλέμβιες μηχανές, αγροτικά (τρακτέρ), χωματουργικά και βιομηχανικά μηχανήματα, μπαταρίες, λιπαντικά, ελαστικά κ.ά., με τον τζίρο της να ανέρχεται σε 213,6 εκατ. ευρώ (2023).
Οι… ξενιτεμένοι, αλλά πάντα μεγάλοι
Στην άτυπη λίστα των αιωνόβιων ελληνικών επιχειρήσεων συμπεριλαμβάνονται και ορισμένοι… ξενιτεμένοι, αλλά πάντα μεγάλοι όμιλοι εγχώριων συμφερόντων από διαφορετικούς κλάδους.
Η ΦΑΓΕ, της οικογένειας Φιλίππου, μετέφερε την έδρα της στο Λουξεμβούργο το 2012, εν μέσω της οικονομικής ύφεσης που είχε ξεσπάσει στη χώρα, αλλά διατηρεί εργοστάσια στην Ελλάδα, όπως η μονάδα παραγωγής γιαουρτιού στη Μεταμόρφωση, από όπου τροφοδοτούνται οι ευρωπαϊκές αγορές, όπως και τυροκομικών στα Τρίκαλα. Η ιστορία της αρχίζει από το πρώτο γαλακτοπωλείο της στην Αθήνα το 1926, που σημαίνει ότι μετρά αντίστροφα για τα 100ά «γενέθλιά» της, με πωλήσεις στα 630 εκατ. δολ. (2023), το συντριπτικό ποσοστό των οποίων προέρχεται από ξένες αγορές.
Τα 123 χρόνια συμπληρώνει η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν, που ιδρύθηκε το 1902 από τον Νικόλαο Κανελλόπουλο και εξελίχθηκε σε έναν παγκόσμιο κολοσσό, εισηγμένη στο Euronext Βρυξελλών, στο Euronext Παρισίων και στο Χρηματιστήριο Αθηνών, έχοντας, όμως, επίσης μεταφέρει την έδρα της στο εξωτερικό (Βέλγιο) από το 2018, με τις πωλήσεις της να υπολογίζονται σε 2,64 δισ. ευρώ το 2024, νέο ρεκόρ, και να αντιστοιχούν σε ποσοστό πάνω από 90% σε ΗΠΑ και Ευρώπη, όπως και η κερδοφορία του ομίλου.
Η Viohalco, εταιρία συμμετοχών (holding) σήμερα σε κορυφαίες εταιρίες επεξεργασίας μετάλλων στην Ευρώπη, ιδρύθηκε το 1924 ως εμπορική Αδελφοί Ν. Στασινόπουλοι Ο.Ε., έχει έδρα το Βέλγιο, με κύκλο εργασιών 6,3 δισ. ευρώ (2023) και είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο Euronext των Βρυξελλών και στο Χ.Α. Διαθέτει βιομηχανικές εγκαταστάσεις παραγωγής στην Ελλάδα, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στη Βόρεια Μακεδονία και στο Ηνωμένο Βασίλειο και συμμετοχές σε εταιρίες με παραγωγικές εγκαταστάσεις στην Τουρκία, στη Ρωσία και την Ολλανδία. Μια top ελληνική τσιμεντοβιομηχανία, ο Ομιλος Ηρακλής, άρχισε από τη Δραπετσώνα πριν από 114 έτη (1911-2025), είναι μέλος πλέον της Holcim (ενός παγκόσμιου ηγέτη στον κλάδο δομικών υλικών), δίνει το «παρών» σε πέντε ηπείρους και «βλέπει» κύκλο εργασιών άνω των 500 εκατ. ευρώ.
Η τεχνολογία δεν απουσιάζει από τη λίστα. Η Inform Λύκος, συμφερόντων Νίκου Λύκου, «γεννήθηκε» το 1897, με μητρική μετέπειτα την Austriacard, με την οποία συγχωνεύτηκε και εισήχθη και στο χρηματιστήριο της Βιέννης (με ενοποιημένες πωλήσεις 351,3 εκατ. ευρώ το 2023). Αναπτύσσει λύσεις αιχμής για κρατικούς φορείς, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, εταιρίες τηλεπικοινωνιών και τον κλάδο του λιανικού εμπορίου στους τομείς διαχείρισης εκτυπώσεων, ασφαλών εκτυπώσεων και ψηφιακού μετασχηματισμού.
Η παράδοση στα ποτά και τα αναψυκτικά
Η βιομηχανία ποτών γράφει τη δική της ιστορία στο επιχειρείν. Με παρελθόν 165 ετών η ποτοποιία Ι. Βαρβαγιάννη, με έδρα το Πλωμάρι της Λέσβου (1860), παράγει το ομώνυμο δημοφιλές ούζο και δίπλα από τα σύγχρονα, ιδιόκτητα αποστακτήριά της βρίσκεται το μουσείο της.
Η Αμβυξ είναι η παλαιότερη ελληνική εταιρία εισαγωγής, marketing και εμπορίας αλκοολούχων ποτών στην εγχώρια αγορά, από το 1917.
Αλλα 137 χρόνια «πίσω» (1888) από το παλιό αποστακτήριο στον Πειραιά εντοπίζουμε το brand Metaxa (Οίκος Μεταξά), το κλασικότερο ελληνικό κονιάκ με εξαγωγές σε δεκάδες χώρες, το οποίο έγινε συνήθεια για την τότε ελίτ της κοινωνίας.
Πάνω από έναν αιώνα (1924) δραστηριοποιείται και η βιομηχανία αναψυκτικών ΕΨΑ, με το fund Smerc να αποκτά τον έλεγχο από την οικογένεια Τσαούτου.
Το 1926 είδε το «πρώτο φως» η ΗΒΗ-Παναγόπουλος στο εμφιαλωτήριο του Αμαρουσίου, σήμα που περιήλθε (ως προς το πρώτο συνθετικό του) στην πολυεθνική Pepsico και την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η Κλιάφα, που εξαγοράστηκε από τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία, των αδελφών Σαράντη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ (ΦΥΛΛΟ 21/2/2025)