Εκτός από την μη αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων, η ελληνική οικονομία τίθεται πλέον αντιμέτωπη και με την απειλή της μείωσης των παραγωγικών της δυνατοτήτων λόγω του μειωμένου πραγματικού κεφαλαίου και της μεσοπρόθεσμης μείωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου που συνεπάγεται το φαινόμενο της παρατεταμένης υψηλής ανεργίας.
Σύμφωνα με την εβδομαδιαία ανάλυση της Eurobank, η ζοφερή εικόνα στο μέτωπο των επενδύσεων, που έχουν συρρικνωθεί σημαντικά, μπορεί να έχει και μια θετική πλευρά:
Η μεταβολή στη σύνθεση των επενδύσεων «δύναται να πυροδοτήσει μια αύξηση στην συνολική παραγωγικότητα λόγω της μεταφοράς πόρων (ως ποσοστά) σε επενδύσεις που εμπεριέχουν σε πιο έντονο βαθμό την συνιστώσα της τεχνολογικής προόδου».
Επενδύσεις «που στρέφονται περισσότερο σε κεφαλαιουχικά αγαθά τα οποία ενσωματώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό το στοιχείο της τεχνολογικής εξέλιξης μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και του προϊόντος της ελληνικής οικονομίας».
Οι αναλυτές της Eurobank θεωρούν πως, «ο πυρήνας του ελληνικού προβλήματος δεν αποτελείται μόνο από την συνιστώσα της ζήτησης, δηλαδή δεν είναι καθαρά «Κεϋνσιανού» χαρακτήρα, ο τομέας των οικονομικών της προσφοράς είναι εξίσου σημαντικός». Κατά την διάρκεια της «Μεγάλης Ύφεσης» της περιόδου 2007-2013 η δομή του ελληνικού ΑΕΠ υπέστη σημαντικές μεταβολές, με την συνιστώσα των επενδύσεων (σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου) να εμφανίζει την μεγαλύτερη μείωση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το μερίδιο των συνολικών επενδύσεων στο ΑΕΠ μειώθηκε από 26,78% το 2007 στο 12,48% το 2013.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την μείωση του συνολικού πραγματικού κεφαλαίου (κατοικίες, κτίρια, μηχανές, εξοπλισμός κ.α.) της ελληνικής οικονομίας για πρώτη φορά μετά από 52 συναπτά έτη ανοδικής τροχιάς (1960-2012).
Στην Ελλάδα καταγράφεται η μεγαλύτερη μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου μεταξύ των χωρών που επλήγησαν από την κρίση των τελευταίων ετών (Ελλάδα, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία). Στην Ισπανία, για παράδειγμα περιορίστηκαν από 30,56% το 2007 σε 20,02% του ΑΕΠ το 2013. Στην Πορτογαλία από 22,39% σε 15,20% και στην Ευρωζώνη από 20,78% σε 17,18%.
Η πτώση των επενδύσεων ήταν δηλαδή διεθνές φαινόμενο που αποδίδεται στη «μείωση των οριακών αποδόσεων του πραγματικού κεφαλαίου, την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των επενδύσεων, το ασταθές παγκόσμιο επενδυτικό περιβάλλον και γενικότερα τη διάχυση του χρηματοπιστωτικού κινδύνου από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προς τις υπόλοιπες ανά τον κόσμο οικονομίες».
Στην περίπτωση της Ελλάδας, «η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση της περιόδου 2007-2009 περισσότερο «αποκάλυψε» παρά «δημιούργησε» τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία».
Από τη μελέτη της Eurobank είναι εμφανής η κυριαρχία της οικοδομής στην ελληνική οικονομία μέχρι το 2008. Το 2007, οι επενδύσεις σε κατοικίες ανέρχονταν στο 46,26% των συνολικών επενδύσεων στην Ελλάδα, με τη χώρα να είναι «πρωταθλητής» στην οικοδομή μεταξύ των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Το ποσοστό των επενδύσεων σε κατοικίες ξεπερνούσε ελαφρώς ακόμα και αυτό της Ιρλανδίας, η οποία κατέρρευσε στη συνέχεια λόγω της φούσκας στην αγορά ακινήτων. Από τότε καταγράφεται αξιοσημείωτη πτώση του μεριδίου των επενδύσεων σε κατοικίες.
Τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στις οικονομίες της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, η πτώση ήταν μεγαλύτερη των 10 ποσοστιαίων μονάδων την περίοδο 2008 – 2013. Η μεγαλύτερη συρρίκνωση σημειώθηκε στην Ελλάδα με μια μείωση της τάξης των 27,87 ποσοστιαίων μονάδων, ακολούθησε η Ιρλανδία με πτώση 21,05 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ η μείωση στην Ισπανία και στην Πορτογαλία ήταν προσεγγιστικά της τάξης των 10 ποσοστιαίων μονάδων (ΠΜ).
Στην ελληνική οικονομία η πτώση του μεριδίου των επενδύσεων σε κατοικίες απορροφήθηκε κυρίως από την άνοδο του μεριδίου των επενδύσεων σε κτίρια και κατασκευές (+14,7 ΠΜ) και του μεριδίου των επενδύσεων σε μηχανές και εξοπλισμό (+ 7,92 ΠΜ). Ακολούθησαν οι επενδύσεις σε άυλο κεφάλαιο (+3,71 ΠΜ), σε εξοπλισμό μεταφορών (+1,27 ΠΜ) και σε γεωργικό και ζωικό κεφάλαιο (+0,33 ΠΜ). Επιπρόσθετα, υπήρξε σύγκλιση ως προς τη σύνθεση των συνολικών επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου με την ομάδα των κρατών της ΕΕ-15. Οι διαφορές που υπήρχαν το 2007 μειώθηκαν αισθητά στο τέλος του 2013.
Πιο αναλυτικά, στις επενδύσεις σε κατοικίες η διαφορά των 17,28 ΠΜ (46,26% για Ελλάδα, 28,98% για ΕΕ-15) μειώθηκε στις 8,09 ΠΜ (18,39% για Ελλάδα, 26,48% για ΕΕ-15), στις επενδύσεις σε κτίρια και κατασκευές από 14,48 ΠΜ (14,03% για Ελλάδα, 28,51% για ΕΕ-15) μειώθηκε στις 1,13 ΠΜ (28,73% για Ελλάδα, 27,6% για ΕΕ-15) και στις επενδύσεις σε μηχανές και εξοπλισμό από 7,61 ΠΜ (17,29% για Ελλάδα, 24,90% για ΕΕ-15) μειώθηκε στις 1,82 ΠΜ (25,21% για Ελλάδα, 27,03% για ΕΕ-15).