«Ουδέν νεώτερον από την Ελλάδα» διαπιστώνει σε ρεπορτάζ του το γερμανικό οικονομικό περιοδικό «Wirtschaftswoche», αναφερόμενο στις αλλαγές που έχουν σημειωθεί στη χώρα, πέντε χρόνια μετά τη -χρονική- έναρξη της κρίσης.
«Μια επίσκεψη στη χώρα της κρίσης δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι, όπως πάντα, φιλόξενοι και οι αυτοκινητόδρομοι στην καλύτερη κατάσταση, χάρη στα χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια έξοδος, όμως, από την κρίση δεν είναι ορατή» αναφέρει ο απεσταλμένος του περιοδικού, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά μετά το 2009, προκειμένου να απαντήσει στα ερωτήματα: «Σε τι κατάσταση βρίσκεται η χώρα; Έχει αλλάξει; Είναι η κρίση ορατή παντού;».
Ο ρεπόρτερ αναφέρει ότι εκ πρώτης όψεως έχουν αλλάξει λίγα πράγματα… Σημειώνει, ωστόσο, ότι οι μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι είναι άδειοι, ενώ πολλά σπίτια στην Πελοπόννησο είναι εγκαταλειμμένα ή ανολοκλήρωτα, αποδεικνύοντας ότι η κρίση έχει επηρεάσει τον κλάδο των κατασκευών.
Διευκρινίζει, δε, ότι η κρίση φαίνεται να έχει πλήξει περισσότερο την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, απ’ ό,τι την επαρχία.
«Έχει αλλάξει τώρα η συμπεριφορά; Υπάρχει περισσότερη φορολογική ειλικρίνεια; Τηρούνται τώρα οι κανόνες;» διερωτάται ο δημοσιογράφος, για να απαντήσει ότι, με βάση τη δική του εμπειρία, «δεν έχουν γίνει και τόσα πολλά».
Και αναφέρει: «Ο απολογισμός των εξόδων του ταξιδιού έγινε σε μετρητά και με συνηθισμένο μπλοκ αποδείξεων, αν και ο διοργανωτής είχε ξοδέψει δημόσιο χρήμα. Δεν ήταν ορατή μεγάλη διαφορά από παλιότερα. Μπορεί η απόδειξη να είναι νέα. Τα όρια ταχύτητας, η υποχρέωση για ζώνη ασφαλείας φαίνεται να εξακολουθεί να μην ενδιαφέρει κανέναν».
Διαπιστώνει, πάντως, ότι ο τουρισμός πηγαίνει πολύ καλά και υποστηρίζει ότι αυτό έχει σχέση και με την άριστη φιλοξενία.
Σε ό,τι αφορά την οικονομία, ο ρεπόρτερ αναφέρεται σε πρόσφατα δημοσιεύματα, που θέλουν την Ελλάδα να χρειάζεται και νέα βοήθεια. «Κανένας δεν εκπλήσσεται, αν αναλογιστεί τα μεγάλα ποσά που καταβάλλει για την εξυπηρέτηση του χρέους, που ξεπερνά το 170% του ΑΕΠ. Κανένας λογικά σκεπτόμενος στις αγορές δεν αγοράζει ελληνικά ομόλογα χωρίς την εγγύηση τρίτων, δηλαδή των φορολογουμένων απ’ όλη την Ευρώπη».
«Εάν όλοι οι Έλληνες πλήρωναν φόρους, θα ήταν και οι ίδιοι μεταξύ αυτών που θα πλήρωναν», προσθέτει και, αναφερόμενος στις μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζει ότι «αυτές μέχρι τώρα έχουν μικρό ορατό αποτέλεσμα», ενώ αναφέρεται και στο άνοιγμα του τομέα των μεταφορών.
«Οι Έλληνες συνάδελφοι με τους οποίους μίλησα, δεν θέτουν ως προτεραιότητα τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά συγκρίνουν τη χώρα με ένα σπίτι που καίγεται. Πρώτα πρέπει να σβήσει η φωτιά (βραχυπρόθεσμο πρόβλημα) και μετά μπορεί να χτιστεί ένας νέος τοίχος προστασίας (δομικό πρόβλημα). Από τη δική τους σκοπιά, η προτεραιότητα είναι να κρατηθεί η ελληνική οικονομία στη ζωή. Αυτό είναι πράγματι δύσκολο, αν δεν υπάρχει το εργαλείο της μείωσης των τιμών. Υπό αυτή την έννοια, η συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη είναι ένα βάρος. Συνεπώς, οι Έλληνες συνάδελφοι καταλογίζουν ευθύνες και στην ΕΚΤ, από την οποία θα έπρεπε οι ελληνικές επιχειρήσεις να λάβουν φθηνά δάνεια» υπογραμμίζει.
Και σχολιάζει επ’ αυτού: «Αυτή η άποψη εκπλήσσει, καθώς η ΕΚΤ είναι πολύ δραστήρια και δανείζει χρήματα σχεδόν με μηδενικό επιτόκιο. Το ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν δανείζουν πρέπει να σχετίζεται με κάτι άλλο, πχ τη δομική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας».
«Αντί να αναγνωρίζεται ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες και αντί να αξιοποιείται η συγκυρία του φθηνού χρήματος για την εφαρμογή τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεων, ζητούνται ακόμη καλύτεροι όροι και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μετατίθενται χρονικά για αργότερα, για όταν η φωτιά θα έχει σβήσει… Προφανώς δεν υπάρχει κάτι νέο από την Ελλάδα» καταλήγει το δημοσίευμα.