«Επιασε αμέσως τόπο» η προαναγγελία ανόδου των ευρωπαϊκών επιτοκίων από τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και το euribor πραγματοποίησε άλμα, πυροδοτώντας την άνοδο του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Σύμφωνα με την εφημερίδα “Ναυτεμπορική” σε μία ημέρα, το euribor τριμήνου κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση από το Σεπτέμβριο του 2008 και έφθασε το 1,162% από 1,098% που έκλεισε προχθές.
Το στίγμα που έδωσε ο Ζαν Κλοντ Τρισέ για τις προθέσεις της ΕΚΤ αποτελεί επιπλέον χτύπημα στους Ελληνες δανειολήπτες, στους οποίους μετακυλίονται ήδη οι πιέσεις που υφίσταται από πλευράς ρευστότητας το εγχώριο τραπεζικό σύστημα.
Τα επιτόκια δανεισμού
H άνοδος του euribor σημαίνει πολύ απλά ότι αυξάνεται η βάση με την οποία υπολογίζονται τα επιτόκια δανεισμού. Τα περιθώρια που επιβάλλουν οι τράπεζες έχουν ήδη διευρυνθεί, σε μια προσπάθεια των πιστωτικών ιδρυμάτων να εξισορροπήσουν το δικό τους κόστος για την άντληση κεφαλαίων.
«Η πιθανή αύξηση του βασικού επιτοκίου δεν θα είναι απαρχή νέου ανοδικού κύκλου». Ζαν Κλοντ Τρισέ, επικεφαλής της ΕΚΤ.
Με την αύξηση του euribor, η επιβάρυνση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη και σε συνδυασμό με την περιορισμένη ρευστότητα που χορηγεί το τραπεζικό σύστημα στην αγορά, το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό και η προσδοκώμενη ανάπτυξη βρίσκει και νέο εμπόδιο.
Αμέσως μετά τις δηλώσεις του επικεφαλής της ΕΚΤ για πιθανή αύξηση του βασικού επιτοκίου, έως 25 μονάδες βάσης, όπως είπε ο κ. Τρισέ -διευκρινίζοντας πάντως ότι δεν πρόκειται για απαρχή νέου ανοδικού κύκλου- το «καμπανάκι» χτύπησε για χιλιάδες δανειολήπτες.
Ηδη, πριν από την όποια επίσημη κίνηση, η οποία τοποθετείται τον Απρίλιο, τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς ενισχύθηκαν, με το τρίμηνο euribor να καταγράφει χθες τη μεγαλύτερη άνοδο μέσα σε μία μόνο ημέρα από το Σεπτέμβριο του 2008, οπότε κατέρρευσε η Lehman Brothers
Ανοδικά κινήθηκαν και οι υπόλοιπες διάρκειες με το euribor εξαμήνου να διαμορφώνεται στο 1,475% από 1,385% την αμέσως προηγουμένη ημέρα, της εβδομάδας στο 0,848% από 0,768% και του δωδεκαμήνου στο 1,924%. Το euribor τριμήνου είχε εσχάτως αυξητική πορεία, «σπάζοντας» το ρεκόρ των τελευταίων 19 μηνών, καθώς η αγορά εκτιμούσε ότι η ΕΚΤ θα ανεβάσει τα επιτόκια εντός του καλοκαιριού, παράλληλα με τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στην Ευρωζώνη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δανειολήπτες βλέπουν το κόστος δανεισμού τους να γίνεται υψηλότερο και μάλιστα αυτομάτως. Η πλειονότητα των υφιστάμενων δανείων είναι κυμαινόμενα και έχει ως βάση υπολογισμού του επιτοκίου το euribor και μόνο μέρος των παλαιών στεγαστικών δανείων είναι συνδεδεμένο με το βασικό της ΕΚΤ, το οποίο παραμένει στο 1%.
Ακριβότερα γίνονται προφανώς και τα νέα δάνεια, τα οποία ήδη βαρύνονται με υψηλά περιθώρια, τα οποία για παράδειγμα στα στεγαστικά, φθάνουν και το 5%.
Πρόκειται για πρόσθετο πλήγμα στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και κυρίως στην αγορά, καθώς οι επιχειρήσεις είχαν ήδη επωμιστεί υψηλότερα επιτόκια μέσω της ανατιμολόγησης που πραγματοποιήθηκε τους προηγούμενους μήνες. Η διαδικασία αυτή οδήγησε σε αύξηση των spreads δανεισμού των επιχειρήσεων, η οποία έγινε δεκτή σχεδόν αδιαμαρτύρητα από τους δανειολήπτες που υφίσταντο την πίεση από πλευράς ρευστότητας. Για μεγάλο διάστημα παρέμεινε τουλάχιστον σε χαμηλό επίπεδο η άλλη συνιστώσα, το euribor.
Εκτιμήσεις
Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι το περιβάλλον που δημιουργεί η αύξηση των επιτοκίων θα εντείνει τις συνθήκες ύφεσης ενώ επιπρόσθετα θα δυσχεράνει τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Στο τέλος του 2010, υπολογίζεται σε περίπου 11% το ποσοστό των δανείων που είναι σε καθυστέρηση, με τα καταναλωτικά να έχουν αγγίξει το 20%.
Η πρόσθετη επιβάρυνση της μηνιαίας δόσης είναι το «κερασάκι» που λειτουργεί πολλαπλασιαστικά όταν ήδη έχει καταγραφεί μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και αύξηση της ανεργίας.
Επιπρόσθετη επιβάρυνση από την έλλειψη ρευστότητας
Το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών επιβαρύνεται επιπρόσθετα, καθώς οι ελληνικές τράπεζες στερούνται της ρευστότητας και αναγκάζονται να παραμείνουν σε έναν πόλεμο προσφορών για τη διατήρηση καταθέσεων.
Καθώς σε μέσα επίπεδα, τα επιτόκια στις καταθέσεις προθεσμίας βρίσκονται στο euribor συν 3%, ο εκτιμώμενος από τις τράπεζες «καλύτερος» δανειολήπτης θα πληρώσει τουλάχιστον euribor συν 4% ώστε να ενσωματωθεί στο επιτόκιό του, το κόστος του χρήματος, το λειτουργικό κόστος της τράπεζας και κάποιο κέρδος.
Μια μικρομεσαία επιχείρηση για να δανειστεί θα κληθεί να καταβάλει στην καλύτερη περίπτωση επιτόκιο στο euribor πλέον 5,5% με 6%, με αποτέλεσμα το κόστος να γίνεται απαγορευτικό, εμποδίζοντας έτσι την αναγκαία ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας.
Οι παραινέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και η παραδοχή της ίδιας της αγοράς ότι διατηρείται ένας φαύλος κύκλος που δεν ωφελεί κανένα μέρος, ούτε ακόμη και τους καταθέτες καθώς ο πληθωρισμός κινείται στο επίπεδο του 5%, δεν έχουν οδηγήσει σε αποκλιμάκωση του κόστους των προθεσμιακών.
Τραπεζίτες εκτιμούν ότι για κάθε 1% μείωση των επιτοκίων στις προθεσμιακές, το τραπεζικό σύστημα θα είχε όφελος της τάξης των 2 δισ. ευρώ, το οποίο θα μπορούσε να βελτιώσει την κερδοφορία και κυρίως να μειώσει το κόστος χρήματος για τους δανειζόμενους.
Οι τράπεζες επωμίζονται δυσανάλογο κόστος χρήματος χωρίς να βελτιώνουν στην ουσία την καταθετική βάση, αφού τα κεφάλαια που αναζητούν υψηλά επιτόκια, «γυρίζουν» στο σύστημα από τράπεζα σε τράπεζα.
Οι αναλυτές δεν βλέπουν πάντως αποκλιμάκωση στο άμεσο μέλλον εξαιτίας των πιέσεων στη ρευστότητα, οι οποίες γίνονται πιο έντονες, με τη δαμόκλειο σπάθη της απεξάρτησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να επικρεμάται και τους κανόνες της Βασιλείας ΙΙΙ να «ζητούν» περισσότερες καταθέσεις. Στην παρούσα φάση, τα επιτόκια των προθεσμιακών διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο και από το Νοέμβριο του 2010 δεν έχουν πέσει κάτω από το 4%, ενώ κινούνται προς το 4,5% ανάλογα με την τράπεζα και το ποσό. Θεωρητικά ευνοημένοι είναι οι καταθέτες που διαθέτουν ποσά μεγάλου ύψους προς τοποθέτηση, αν και με τον πληθωρισμό στο 5% δεν υφίστανται πραγματικές αποδόσεις.
Επώδυνη πολιτική για τις αδύναμες οικονομίες
Ιδιαίτερα επώδυνη για τις αδύναμες οικονομίες στην περιφέρεια της Ευρωζώνης ενδέχεται να αποδειχθεί η στροφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε περιοριστική νομισματική πολιτική.
Όπως προειδοποιούν αναλυτές σε δημοσίευμα του Reuters, οι αυξήσεις επιτοκίων θα μπορούσαν να ενισχύσουν σημαντικά τις πιέσεις σε καταναλωτές και τράπεζες, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τους άκρως φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους των χωρών αυτών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως επισημαίνεται, μία αύξηση του βασικού επιτοκίου θα μεταφραζόταν σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης για τις τράπεζες, οι οποίες εμφανίζονται «εξαρτημένες» από τα κεφάλαια της ΕΚΤ.
Η χρηματοδότηση της ΕΚΤ προς τις ελληνικές τράπεζες έχει αυξηθεί στα 95 δισ. ευρώ – ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 19% των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος. Μία αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 25 μονάδες βάσης θα σήμαινε για τις ελληνικές τράπεζες πρόσθετα έξοδα καταβολής τόκων ύψους 236 εκατ. ευρώ.
Τα υψηλότερα επιτόκια προβλέπεται επίσης να έχουν αρνητική επίδραση στο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο αυξάνεται καθώς η οικονομία εισέρχεται στο τρίτο διαδοχικό έτος ύφεσης.