Η αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγικότητας της εργασίας αποτελούν βασικές συνιστώσες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, υποστηρίζει σε ανάλυσή της η Eurobank.
Όπως προσθέτει στην επίτευξη των στόχων αυτών μπορούν να συμβάλουν η αύξηση των επενδύσεων, η βελτίωση των θεσμών και το σταθερό φορολογικό καθεστώς.
Σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η εκτέλεσή του μέχρι σήμερα είναι ικανοποιητική, τονίζουν όμως ότι δεν υπάρχει περιθώριο χαλάρωσης.
Απασχόληση και παραγωγικότητα στη Μεγάλη Ύφεση
Όπως αναφέρει η τράπεζα, στην έκδοση «7 ημέρες Οικονομία», υπό το πρίσμα της αγοράς εργασίας οι βασικές συνιστώσες της Μεγάλης Ύφεσης της περιόδου 2007-2013 ήταν η μείωση του ρυθμού απασχόλησης (απασχόληση ως προς το εργατικό δυναμικό) και η συρρίκνωση της παραγωγικότητας της εργασίας (προϊόν ανά ώρα εργασίας).
Σε όρους εκατομμυρίων δολαρίων κοινής αγοραστικής δύναμης η ελληνική οικονομία κατά την διάρκεια της περιόδου 2007-2013 σημείωσε έναν μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του -3,73%. Δηλαδή, κατά μέσο όρο κάθε χρόνο η παραγωγή (ή δαπάνη ή εισόδημα) ελληνικών αγαθών και υπηρεσιών συρρικνώνονταν κατά -3,73%.
Υπό το πρίσμα της αγοράς εργασίας, εξηγούν οι αναλυτές, τέσσερις είναι οι βασικές συνιστώσες που μπορούν να επηρεάσουν είτε θετικά είτε αρνητικά (ως λογιστική καταγραφή) τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης μιας οικονομίας.
Η πρώτη είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, η δεύτερη είναι οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο, η τρίτη είναι ο ρυθμός απασχόλησης και η τέταρτη είναι ο ρυθμός συμμετοχής στην αγορά εργασίας.
Με βάση τους υπολογισμούς που παραθέτουν, η μέση ετήσια ύφεση της ελληνικής οικονομίας κατά -3,73% προήλθε (λογιστική καταγραφή) κυρίως από μια μέση ετήσια μείωση του ρυθμού απασχόλησης κατά -3,82% και από μέση ετήσια μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά -1.09%.
Οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο παρέμειναν σχεδόν αμετάβλητες (κατά μέσο όρο) καθώς αυξήθηκαν μόλις 0,08%. Τέλος, ο ρυθμός συμμετοχής στην αγορά εργασίας είχε θετική συνεισφορά στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 0,88%.
Σημαντικό ποιοτικό συμπέρασμα είναι και ότι στην διάρκεια της περιόδου 2007-2013, η συνεισφορά των επί μέρους συνιστωσών της αγορά εργασίας στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης δεν ήταν ομοιόμορφη.
Πιο συγκεκριμένα, στον πρώτο χρόνο της ύφεσης (2008) ο πιο σημαντικός παράγοντας για την συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας ήταν η μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο κατά -4,36%.
Το 2009, την σκυτάλη έλαβε η μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά -4,97% και ακολούθησε η μείωση του ρυθμού απασχόλησης κατά -1,82%.
Στη συνέχεια, το 2010 τόσο η παραγωγικότητα της εργασίας όσο και ο ρυθμός απασχόλησης είχαν παρόμοια αρνητική συνεισφορά της τάξης του -3,40% και -3,23% αντίστοιχα.
Τέλος, κατά την διάρκεια των ετών 2011, 2012 και 2013 η μείωση του ρυθμού της απασχόλησης (-5,48%, -7,88%, -3,82%) είχε την μερίδα του λέοντος στην πτώση του ελληνικού κατά κεφαλήν πραγματικού ΑΕΠ.
Βάσει των παραπάνω, καταλήγουν οι αναλυτές της Eurobank, γίνεται αντιληπτό ότι το μονοπάτι της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας θα στηριχτεί σε μεγάλο βαθμό τόσο στην αύξηση του ρυθμού απασχόλησης όσο και στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Η ενίσχυση των επενδύσεων (αύξηση του φυσικού κεφαλαίου), η ποιότητα των θεσμών (αύξηση της γενικής αποτελεσματικότητας στην χρήση των οικονομικών πόρων) και το σταθερό φορολογικό καθεστώς (αξιοπιστία, δημιουργία κινήτρων) δύναται να αποτελέσουν βασικούς πυλώνες προς αυτή την κατεύθυνση, τονίζουν.
Εφικτός, υπό όρους, ο στόχος για πλεόνασμα το 2014
Βασισμένη στα προσωρινά στοιχεία για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της κεντρικής κυβέρνησης για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2014, η Eurobank χαρακτηρίζει εφικτό, υπό όρους όμως, τον στόχο που έχει τεθεί για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% ΑΕΠ σε δημοσιονομική βάση για το 2014.
Όπως αναφέρει, προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μια σειρά από παράγοντες όπως αυτός των δικαστικών αποφάσεων που υποχρεώνουν επιστροφές μισθών σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες καθώς και η σημαντική επίπτωση που έχουν στην φοροδοτική ικανότητα του πληθυσμού τα έξι συνεχόμενα χρόνια ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, κτλ.
Επίσης υπενθυμίζει ότι στην πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ υπάρχουν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμοστούν τόσο στην πλευρά των εσόδων όσο και σε αυτή των δαπανών του Προϋπολογισμού.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και:
-Η περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με την μεταφορά αρμοδιοτήτων που μέχρι τώρα υπάγονταν στο υπουργείο Οικονομικών και την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού της.
-Η ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης μέσω τις αποφυγής πισωγυρίσματος σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα αλλά και μέσω της επίλυσης των προβλημάτων που είναι ήδη σήμερα γνωστά και επηρεάζουν αρνητικά την πορεία των εσόδων.
«Σημειώστε εδώ ότι όποια αλλαγή στους συντελεστές φορολογίας ή στον ειδικό φόρο κατανάλωσης για το πετρέλαιο θέρμανσης είναι αναγκαίο να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη και να μην επιβαρύνει τόσο των προϋπολογισμό και το πρωτογενές πλεόνασμα του 2014 ή / και το ήδη γνωστό δημοσιονομικό κενό του 2015» επισημαίνεται στην έκθεση.
-Η συνέχιση της μεταρρύθμισης στο συνταξιοδοτικό τομέα ώστε να ενισχυθεί η μελλοντική βιωσιμότητα του και να βελτιωθεί σε όρους ανταποδοτικότητας μεταξύ εισφορών και συντάξεων.
-Η συνέχιση εξορθολογισμού των δαπανών για την υγεία μέσω της περαιτέρω μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης.
-Η αποπληρωμή των νέων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του ΕΟΠΥΥ και η λήψη μέτρων ώστε να μην δημιουργηθούν νέες.