Στη δυνατότητα ενίσχυσης των αναπτυξιακών προσπαθειών των υπό κρίση χωρών μέσω επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναφέρεται μελέτη του ινστιτούτου MCC.
Χώρες όπως η Ελλάδα, θα μπορούσαν να αυξήσουν το ΑΕΠ τους κατά 0,5 έως 1%, εφόσον αξιοποιηθούν στον απαιτούμενο βαθμό οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, εκτιμούν οι ερευνητές του Mercator Research Institute on Global Commons and Climate Change.
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, η ερευνητική ομάδα του MCC ξεκινά με την υπόθεση ότι οι πλούσιες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, θα πραγματοποιούν ετησίως στοχευμένες επενδύσεις της τάξεως των τριών δισεκατομμυρίων ευρώ στις χώρες της κρίσης. Οι τελευταίες με τη σειρά τους θα πρέπει να απλοποιήσουν τις διαδικασίες χορήγησης αδειών και να διασφαλίσουν την εξειδίκευση του προσωπικού που θα δραστηριοποιηθεί στον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Όπως αναφέρει η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, επικαλούμενη τα πορίσματα της μελέτης, η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα μπορούσαν από χώρες εισαγωγής να γίνουν χώρες εξαγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, αξιοποιώντας την γεωγραφική τους θέση και αναπτύσσοντας περισσότερo τα φωτοβολταϊκά συστήματα. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την απεξάρτηση των χωρών αυτών από τον λιγνίτη και θα τις οδηγούσε σε μια ενεργειακή πολιτική φιλικότερη προς το περιβάλλον.
Προκειμένου να επιτευχθούν οι εν λόγω στόχοι απαιτείται η εναρμόνιση της ενεργειακής πολιτικής των χωρών της ΕΕ, αναφέρουν οι ερευνητές, προτείνοντας συγκεκριμένα ενιαίο τιμολόγιο τροφοδότησης για τις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας.
Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει θίξει επανειλημμένως η Κομισιόν δια στόματος του αρμοδίου επιτρόπου Γκίντερ Έτινγκερ, ο οποίος τάσσεται υπέρ ενός εναρμονισμένου συστήματος ενισχύσεων στο πεδίο αυτό. Ενδεχόμενη υιοθέτηση του σχεδίου εναρμόνισης από τα κράτη-μέλη της ΕΕ θα ευνοούσε τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, καθώς εκεί οι κλιματολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες για την εγκατάσταση και αξιοποίηση φωτοβολταϊκών συστημάτων και ανεμογεννητριών.