Το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι είναι νόμιμη η μονιμοποίηση των συμβασιούχων του ΚΤΕΛ (Κοινά Ταμεία Εισπράξεως Λεωφορείων), καθώς δεν ανήκουν στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Το Εργατικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκανε μεταστροφή στη μέχρι τώρα νομολογία του στο θέμα αυτό και παράλληλα δικαίωσε συμβασιούχο του ΚΤΕΛ ο οποίος απολύθηκε χωρίς να του καταβληθεί αποζημίωση.
Στην επίμαχη απόφαση αναφέρεται ότι τα ΚΤΕΛ ιδρύθηκαν με τη μορφή Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου, και αποτελούν ιδιότυπες συγκοινωνιακές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας που λειτουργούν υπό τη μορφή οργανισμών και υπό καθεστώς Ανωνύμων Εταιρειών, επί των οποίων έχουν εφαρμογή οι γενικές περί ΝΠΙΔ νομοθετικοί κανόνες.
Ακόμη, οι αρεοπαγίτες αναφέρουν ότι τα ΚΤΕΛ δεν φέρουν χαρακτηριστικά τέτοια, ώστε να μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και συνεπώς δεν έχουν εφαρμογή επ’ αυτών οι περιοριστικές διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος (απαγόρευση μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου).
Και προσθέτουν οι αρεοπαγίτες ότι δεν μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο, αφού 1) οι μέτοχοι είναι φυσικά πρόσωπα ή ΝΠΙΔ, 2) το Διοικητικό Συμβούλιο και η Γενική Συνέλευση των ΚΤΕΛ συγκροτούνται αποκλειστικά από μετόχους του, και 3) το Δημόσιο ή άλλο νομικό πρόσωπο του δημοσίου τομέα δεν επιδοτεί ετησίως τα ΚΤΕΛ με ποσά που υπερβαίνουν το 50% των δαπανών τους.
Σε άλλο σημείο η απόφαση επικαλείται κατάλογο του Σεπτεμβρίου 2013 στον οποίον περιλαμβάνονται τα ΝΠΔΔ και τα ΝΠΙΔ που ανήκουν στον στενό και ευρύτερο Δημόσιο τομέα και στον οποίο (πίνακα) τα ΚΤΕΛ δεν περιλαμβάνονται.
Εξάλλου, αναφέρεται στην δικαστική απόφαση, το έκτακτο προσωπικό των ΚΤΕΛ προσλαμβάνεται σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προσωπικού των ΚΤΕΛ, για ορισμένο χρόνο, που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι μήνες και η εξάμηνη αυτή πρόσληψη μπορεί να επαναλαμβάνεται εφόσον υπάρχουν έκτακτες και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά δεν επιτρέπεται -σύμφωνα με τον κανονισμό- η πρόσληψη του έκτακτου αυτού προσωπικού για αόριστο χρόνο.
Παρ’ όλα αυτά υπογραμμίζεται στην δικαστική απόφαση, οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τον χαρακτηρισμό της σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν «από την αποδεικτική διαδικασία προκύπτει πράγματι ότι τα μέρη απέβλεψαν στην ουσία στην κατάρτιση μιας τέτοιας σύμβασης, ο δε μισθωτός εξυπηρετούσε στην πραγματικότητα πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη».
Σύμφωνα με το ιστορικό της απόφασης, εργαζόμενος προσελήφθη το 2004 με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως εκδότης εισιτηρίων σε αφετηρία των λεωφορειακών γραμμών του ΚΤΕΛ. Η σύμβαση ανανεώθηκε με διαδοχικές συμβάσεις εξάμηνης διάρκειας, χωρίς διακοπή μεταξύ τους, έως το Νοέμβριο του 2006, οπότε και απολύθηκε χωρίς να του καταβληθεί αποζημίωση.
Ο Άρειος Πάγος αναφέρει ότι, όπως σαφώς προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, ο συμβασιούχος δεν προσελήφθηκε για εκτέλεση εποχικής ή έκτακτης και απρόβλεπτης εργασίας, λόγω αυξημένη κίνησης ή ασθένειας υπαλλήλου, αλλά προσελήφθη όταν ο εκδότης εισιτηρίων που υπήρχε μετακινήθηκε σε άλλη θέση (οδηγού) και δημιουργήθηκε εργασιακό κενό.
Ο απολυθείς, όπως αναφέρεται στην δικαστική απόφαση, κάλυπτε πάγιες και διαρκείς λειτουργικές ανάγκες του ΚΤΕΛ, ειδικά μάλιστα μετά τη συνταξιοδότηση του δεύτερου εκδότη εισιτηρίων που υπήρχε στο συγκεκριμένο ΚΤΕΛ.
Τέλος, κρίθηκε ότι η απόλυσή του ήταν άκυρη, καθώς δεν τηρήθηκε η εργατική νομοθεσία και δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, και οι αρεοπαγίτες απέρριψαν την αίτηση του ΚΤΕΛ με την οποία ζητούσε να αναιρεθεί απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας που είχε δικαιώσει τον απολυθέντα.