Η ύφεση της οικονομίας θα διαρκέσει από 2 έως 5 χρόνια περισσότερα σύμφωνα με την έρευνα «Βαρόμετρο Κεφαλαιακής Εμπιστοσύνης» της Ernst & Young και το 70% των ερωτηθέντων, ενώ μόνο το 11% θεωρεί ότι η ύφεση θα υποχωρήσει στους επόμενους 12-24 μήνες.
Στο ερώτημα σχετικά με τις προτεραιότητες των εταιρειών τους επόμενους έξι μήνες και τα σχέδια αναδιάρθρωσης των κεφαλαίων τους, οι περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες απαντούν ότι εστιάζουν στην οργανική ανάπτυξη. Το 41% δίνει έμφαση στη βελτιστοποίηση των ταμειακών ροών και της ρευστότητας ως μέσω ενίσχυσης του ισολογισμού τους, ενώ προτεραιότητα παραμένει η εξόφληση δανεισμού με το 37% των επιχειρήσεων να εστιάζουν στην αναδιάρθρωση των κεφαλαίων τους ως μέσο πληρωμής δανείων. Οι περισσότερες επιχειρήσεις θα κληθούν να αναχρηματοδοτήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις στους επόμενους 12 μήνες και η τάση θα αυξηθεί στο 70% των επιχειρήσεων για τα επόμενα δύο χρόνια.
Σε ό,τι αφορά τις συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι ερωτηθέντες σε ποσοστό 46% δήλωσαν ότι οι συνθήκες έχουν χειροτερεύσει συγκριτικά με τους προηγούμενους έξι μήνες. Ωστόσο, όπως δήλωσε το 1/3 των ερωτηθέντων (35%), η πρόσβαση σε κεφάλαια, δεν θα αποτελέσει πρόβλημα για τις επιχειρήσεις τους στους επόμενους 12 μήνες. Επίσης, το 48% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι θα χρειαστεί να αναχρηματοδοτήσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις ή τα χρέη τους μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Χρηματοδότηση και δανεισμός
Οπως προκύπτει από τη μελέτη, δεν αντιμετωπίζουν όλες οι επιχειρήσεις προβλήματα χρηματοδότησης. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η χρήση μετρητών και δανείων για τους επόμενους 12 μήνες μειώνεται μόνο οριακά σε σύγκριση με τους προηγούμενους 12 μήνες. Ο τραπεζικός δανεισμός παραμένει ως κύρια πηγή χρηματοδότησης συναλλαγών με το 54% των ερωτηθέντων να σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει συναλλαγές με τραπεζικό δανεισμό στους επόμενους 12 μήνες (ποσοστό ελαφρώς μειωμένο έναντι των προηγούμενων 12 μηνών που κυμαινόταν σε 64%). Η χρήση μετρητών για τη χρηματοδότηση συναλλαγών ακολουθεί την ίδια τάση και εμφανίζεται ελαφρώς μειωμένη για τους επόμενους 12 μήνες από 39% έναντι του 36% των ερωτηθέντων. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν επίσης ότι οι διοικήσεις των εταιρειών τείνουν στην ανεύρεση μη παραδοσιακών πηγών χρηματοδότησης όπως αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, δάνεια μετόχων, ή ιδιωτικά κεφάλαια (private equity).
Αρνητική προοπτική για εξαγορές και συγχωνεύσεις
Η παρατεινόμενη ύφεση επηρεάζει τις προοπτικές των εξαγορών και συγχωνεύσεων. Το 59% των διευθυντικών στελεχών της ελληνικής αγοράς πιστεύει ότι οι προοπτικές για εξαγορές και συγχωνεύσεις θα είναι πιο ευνοϊκές στην παγκόσμια αγορά συγκριτικά με τις αντίστοιχες προοπτικές της εγχώριας αγοράς για τους επόμενους έξι μήνες. Παράλληλα, η πλειονότητα πλέον των στελεχών (56%) εστιάζει στην οργανική ανάπτυξη αντί στην ανάπτυξη μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων. Επίσης, η επιθυμία τους για εξαγορές υπερβαίνει τη διάθεσή τους για πωλήσεις περιουσιακών τους στοιχείων. Χαρακτηριστικά, το 40% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι είναι πιθανό ή πολύ πιθανό να προβούν σε εξαγορές στους επόμενους έξι μήνες, συγκριτικά με το 14% που δήλωσε ότι αναζητούν ευκαιρίες για πώληση περιουσιακών στοιχείων.
Κλειδί η απόκτηση στρατηγικού πλεονεκτήματος
Τη βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας και αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων επισημαίνει το στέλεχος της Ernst & Young Γιώργος Μομφερράτος. «Η γενική επιφύλαξη που υπάρχει έχει οδηγήσει τις διοικήσεις τους σε μεγαλύτερη εστίαση στην οργανική ανάπτυξη, που βασίζεται στη βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας και αναδιάρθρωσης, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό τους στρέφεται στην αποεπένδυση ως πρώτη επιλογή. Παράλληλα με τους αυξανόμενους κινδύνους υπάρχει ακόμα δυνατότητα για βελτιστοποίηση της λειτουργικής δομής, η οποία, όμως, πρέπει να συνδυαστεί με γρήγορα αντανακλαστικά για την άμεση αξιοποίηση τυχόν ευκαιριών.
Οι εταιρείες που θα εστιάσουν στην απόκτηση στρατηγικού πλεονεκτήματος θα ηγηθούν του κλάδου τους στη μετά την ύφεση εποχή. Τα αποτελέσματα της έρευνας ενισχύουν την ανάγκη υιοθέτησης από πλευράς επιχειρήσεων ενός πειθαρχημένου προγράμματος χρήσης κεφαλαίων, να κερδίσουν τον ανταγωνισμό στην απόκτηση κεφαλαίων (ίδιων κεφαλαίων ή δανεισμού) και να εκμεταλλευτούν τις συγχωνεύσεις».