Οι γατόπαρδοι, γνωστοί και ως τσίτα, το γρηγορότερο ζώο στη Γη, απειλείται με εξαφάνιση, προειδοποιούν Ιρλανδοί επιστήμονες.
Υπολογίζεται πως λιγότεροι από 10.000 γατόπαρδοι απομένουν στον πλανήτη, ενώ πριν από έναν αιώνα ο πληθυσμός τους αριθμούσε 100.000 άτομα.
Η κατασκευή των γατόπαρδων και η χαμηλή μάζα σώματος, τους επιτρέπει να τρέχουν γρήγορα αλλά τους κάνει λιγότερο ικανούς να αποθηκεύουν ενέργεια όταν δεν τρέχουν. Αυτό δεν αποτελούσε πρόβλημα στο παρελθόν, αλλά η σύγχρονη ανθρώπινη δραστηριότητα έχει συρρικνώσει τους βιοτόπους τους, με αποτέλεσμα να έχουν μεγαλύτερο ανταγωνισμό για τροφή από άλλα, μεγαλύτερα και πιο δυνατά αρπακτικά όπως τα λιοντάρια, οι λεοπαρδάλεις και οι ύαινες.
Το αποτέλεσμα της νέας τάξης πραγμάτων είναι ότι οι γατόπαρδοι σπαταλούν αρκετό χρόνο και ενέργεια περπατώντας και παραμονεύοντας στην αφρικανική σαβάνα αναζητώντας τροφή, μια διαδικασία για την οποία δεν έχουν εξελιχθεί, σύμφωνα με ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπέλφαστ. Οι γατόπαρδοι έχουν έκρηξη και δυνατότητα γρήγορου τρεξίματος, αλλά δεν μπορούν να αποθηκεύσουν ενέργεια για πολύωρη περιπλάνηση.
«Η καθημερινή ζωή αυτών των ζώων είναι το ισοδύναμο με έναν άνθρωπο να ξυπνάει κάθε πρωί και να περιπλανάται σε καυτούς αμμόλοφους χωρίς νερό για όλη τη διάρκεια της ημέρας», δήλωσε ο Μάικλ Σκάντλμπερι, επικεφαλής της έρευνας, ο οποίος πρόσθεσε πως η διαδικασία αυτή είναι ακόμα πιο επίπονη για τα νεογνά και τους νεαρούς γατόπαρδους.
Η ερευνητική ομάδα παρατήρησε 19 γατόπαρδους για δύο εβδομάδες τον κάθε ένα σε δύο τοποθεσίες της νότιας Αφρικής. Στην αρχή της μελέτης τους χορήγησαν ανιχνεύσιμες ουσίες με τη μορφή ένεσης, και στη συνέχεια συνέλεξαν τα περιττώματά τους. Η ανάλυση των περιττωμάτων επέτρεψε στους επιστήμονες να υπολογίσουν την ενέργεια που δαπανούσαν τα ζώα κάθε ημέρα.
«Η έρευνα αυτού του τύπου θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι γατόπαρδοι προσπαθώντας να επιβιώσουν, και θα βοηθήσει τη λήψη μελλοντικών αποφάσεων σχετικά με τις στρατηγικές προστασίας των γατόπαρδων αλλά και άλλων απειλουμένων ζώων», δήλωσε η Νίκι Μαρκς, μέλος της ερευνητικής ομάδας.