Σκληραίνει την στάση του το Βερολίνο, ενόψει των δυσάρεστων «αριθμών» της ευρωζώνης – Σε κάμψη οπι γερμανικές εξαγωγές
Ανάλυση του Wolfgang Munchau των Financial Times
Μία από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις αναφορικά με την ευρωζώνη ήταν η πίστη στην εσωτερική δύναμη της Γερμανίας. Η εκτίμηση πως οι ανταγωνιστικές μεταρρυθμίσεις μεταμόρφωσαν το «μεγάλο ασθενή» σε «ηγέτη».
Αυτό είναι ανοησία.
Το γερμανικό μοντέλο στηρίζεται στην ύπαρξη μίας μη βιώσιμης επενδυτικής έξαρσης σε άλλα μέρη του κόσμου. Αυτή η περίοδος όμως, έχει πλέον παρέλθει για την Κίνα, για τις περισσότερες αναδυόμενες αγορές και σίγουρα για τη Ρωσία. Αυτά που είδαμε την τελευταία εβδομάδα είναι αυτά που θα συμβούν εάν επανέλθει η παγκόσμια οικονομική ισορροπία: η Γερμανία θα επιστρέψει σε χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.
Άκουσα κάποιους να υποστηρίζουν ότι κάτι τέτοιο τελικά θα ήταν θετική εξέλιξη. Εάν η Γερμανία αποδυναμωθεί, τότε θα ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τα άλλα μέλη της ευρωζώνης και κατά συνέπεια θα δεχθεί την ανάγκη για πολιτική δράση, όπως για αγορές τίτλων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή ακόμη και για επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Ας προσέχουμε όμως, τι ζητάμε. Προς το παρόν, τα στοιχεία δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Η πολιτική αντίθεση στις αγορές τίτλων από την ΕΚΤ γίνεται ακόμη πιο σκληρή. Με τα επιτόκια σχεδόν σε μηδενικό επίπεδο, τα συμβατικά εργαλεία της νομισματικής πολιτικής εξαντλούνται. Οι Γερμανοί αναλυτές εξέφρασαν την οργή τους στην προτεινόμενη δημοσιονομική χαλάρωση από τη Γαλλία και την Ιταλία.
Την προηγούμενη εβδομάδα, με όλα αυτά τα αρνητικά μεγέθη, οι Γερμανοί δεν συζητούσαν μήπως πρέπει να υπάρξουν δημοσιονομικά αναπτυξιακά κίνητρα, αλλά μήπως πρέπει να υιοθετηθούν νέες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Η δημοσιονομική προσαρμογή είναι πολιτικά δημοφιλής έννοια. Ο βασικός στόχος της κυβέρνησης για το 2015 είναι η δημοσιονομική εξισορρόπηση (εκμηδενισμός του ελλείμματος στον προϋπολογισμό). Ακόμη και τα γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα χλεύασαν κάνοντας λόγο για «στόχο κύρους» και κατέληξαν ότι η κυβέρνηση έχει περιθώρια αύξησης των δαπανών στην παιδεία και σε έργα υποδομών για το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας. Αντιθέτως, οι βουλευτές συζητούν περαιτέρω περικοπές δαπανών για να εξασφαλίσουν ότι οι προβλέψεις για δημοσιονομική εξισορρόπηση θα αντέξουν και στο σενάριο πιο αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης.
Τι χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί αυτή η αδιαλλαξία;
Και πάλι δεν θα πρέπει να εύχεστε να συμβεί κάτι τέτοιο. Κι αυτό γιατί χρειάζεται να υπάρξουν αρκετά τρίμηνα αδύναμης ανάπτυξης. Το βασικό μέγεθος που θα πρέπει να παρακολουθεί κανείς είναι ο δείκτης ανεργίας. Η Γερμανία απολαμβάνει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ (μόλις 4,9%). Το Βερολίνο δεν πρόκειται να αλλάξει τη θέση του εάν δεν αυξηθεί η ανεργία. Κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, εκτιμώ ότι το Βερολίνο θα είναι ακόμη λιγότερο διατεθειμένο να αποδεχθεί δημοσιονομικές μεταφορές στην περιφέρεια της ευρωζώνης. Κατά συνέπεια, τα όποια αναπτυξιακά κίνητρα στην ευρωζώνη, δεν θα προέλθουν από τη Γερμανία. Κι αυτό θα είναι αρκετά τοξικό.
Ποιες είναι οι αιτίες της γερμανικής αποδυνάμωσης; Κατανοούμε τις αδυναμίες της ευρωζώνης συνολικά, την χρηματοοικονομική κρίση και τις πολιτικές λιτότητας που ακολούθησαν. Αυτά όμως, δεν συνέβησαν στη Γερμανία. Δεν υπήρξε χρηματοοικονομική αστάθεια στην εγχώρια οικονομία, δεν υπήρξε πιστωτική φούσκα, ούτε και συνεπακόλουθη πιστωτική κρίση. Η δημοσιονομική πολιτική ήταν αρκετά σφιχτή, αλλά δεν υπήρχε λιτότητα. Η ανεργία είναι τώρα χαμηλότερη από ότι ήταν το 2007. Για τη Γερμανία με άλλα λόγια, η κρίση ήταν μάλλον καλή.
Κατ’ αρχήν πρέπει να εξετάσουμε ευρύτερα τα μεγέθη της προηγούμενης εβδομάδας. Ήταν άσχημα, αλλά όχι τόσο όσο φαίνεται. Η μηνιαία μείωση της βιομηχανικής παραγωγής τον Αύγουστο κατά 4% ήταν σοκαριστική. Είχε αυξηθεί όμως κατά 1,6% τον Ιούλιο. Οι στατιστικοί ποτέ δεν κατάφεραν να χειριστούν το γεγονός ότι τα γερμανικά κρατίδια έχουν σε διαφορετικές περιόδους τις μεγάλες ετήσιες άδειες των εργαζομένων. Εάν συνυπολογίσει κανείς τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, τότε η εικόνα είναι πιο σαφής: η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 2% αυτούς τους δύο μήνες.
Ακόμη κι αυτό όμως, δεν είναι καλό. Η ρίζα του προβλήματος είναι η πολυετής υπερβολική εξάρτηση από τις εξαγωγές – ειδικότερα στις εξαγωγές εξοπλισμού και μηχανημάτων. Τα διάφορα παγκόσμια σοκ – οι πόλεμοι στη Μέση Ανατολή και η ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία – ήταν μία επιπρόσθετη επίπτωση.
Ως εξαγωγική ατμομηχανή, η Γερμανία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη ακόμη και στις πιο μικρές αλλαγές της εξωτερικής ζήτησης. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ισχυρής παγκόσμιας ανάκαμψης, πόσο μάλλον παγκόσμιας επενδυτικής έξαρσης. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε εύλογα να περιμένει κανείς ότι η γερμανική οικονομία θα παρουσιάσει μέτρια απόδοση για κάποιο χρονικό διάστημα. Τα γερμανικά οικονομικά ινστιτούτα, στην κοινή τους πρόβλεψη, κάνουν λόγο για ανάπτυξη 1,3% φέτος με επιβράδυνση στο 1,2% τον επόμενο χρόνο. Η εκτίμηση δείχνει σωστή.
Πέρα από όλα αυτά, φαίνεται πως έρχεται και ένα δημογραφικό σοκ που επιταχύνεται. Ο αριθμός των συνταξιούχων θα εκτιναχθεί καθώς οι baby boomers βγαίνουν στη σύνταξη, επιδεινώνοντας περαιτέρω το ρυθμό ανάπτυξης. Έχω ακούσει Γερμανούς οικονομολόγους να προειδοποιούν ότι ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να υποχωρήσει κάτω από το 1% στην επόμενη δεκαετία.
Μέχρι πρότινος, το βασικό χαρακτηριστικό της ευρωζώνης ήταν η ισχυρή ανάπτυξη του πυρήνα που αντιστάθμιζε εν μέρει την ύφεση στην περιφέρεια. Τώρα, τόσο η περιφέρεια όσο και ο πυρήνας βρίσκονται σε αδύναμη θέση. Και η πολιτική δεν αντιδρά επαρκώς.
Εάν προστεθούν όλα αυτά, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η χρόνια στασιμότητα δεν είναι πλέον πιθανός κίνδυνος, αλλά το πιο πιθανό σενάριο…