«Μήπως η Ευρώπη είναι πολύ γερμανική;», διερωτάται η γαλλική εφημερίδα
Βολές και μάλιστα ευθείες προς την Γερμανία αλλά και στην πολιτική λιτότητα που ασκεί εξαπολύει η γαλλική εφημερίδα Liberation με κεντρικό τίτλο…Μήπως η Ευρώπη είναι πολύ γερμανική; Αυτό διερωτάται η εφημερίδα σε άρθρο της για την ολοένα και αυξανόμενη κυριαρχία της Γερμανίας στην Ευρωζώνη.
Ο ένας μετά τον άλλο, οι Γάλλο αξιωματούχοι μεταβαίνουν στο Βερολίνο αντί για τις Βρυξέλλες για να πείσουν την Άνγκελα Μέρκελ για την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική της Γαλλίας.
Κανείς από την ηγεσία της Γαλλίας δεν σκέφτηκε να μεταβεί στις Βρυξέλλες, ενώ εκεί χτυπά, υποτίθεται, η καρδιά της Ευρωζώνης, γράφει χαρακτηριστικά η Liberation
Παραχώρησαν την εξουσία στο Βερολίνο
Η βελγική πρωτεύουσα δεν είναι η έδρα της Κομισιόν και του Eurogroup, το μέρος όπου συναντώνται οι υπουργοί Οικονομίας και των οποίων η Γερμανία δεν είναι παρά το 18ο μέλος;
Αγνοώντας τις Βρυξέλλες, το Παρίσι αναγνωρίζει απλούστατα ότι η πραγματικότητα της εξουσίας βρίσκεται στο εξής στο Βερολίνο. Μια παράξενη συνθηκολόγηση η οποία θα έχει συνέπειες, όπως πιστεύουν στις Βρυξέλλες.
Αυτό το προοδευτικό «γλίστρημα» της Γερμανίας στον νέο της εξουσιαστικό ρόλο συνέβη μετά την τραπεζική κρίση του 2008, η οποία μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους στην Ευρωζώνη.
Η Γερμανία είχε σίγουρα πολλά ατού για να κυριαρχήσει: μόνο εκείνη είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη των αγορών, τα δημόσια οικονομικά της είναι τακτοποιημένα και η οικονομία της μοιάζει εξαιρετικά στερεξ συγκριτικά με αυτές των εταίρων της.
Φάνηκε στη συνέχεια ότι οι δισταγμοί της καγκελαρίου απέβησαν και αυτοί προς όφελος της Γερμανίας, όπως απεδείχθη κατά την περίοδο 2009-2012, όταν φάνηκε ότι το ευρώ δεν θα έχει σταθερότητα χωρίς τις εγγυήσεις της Γερμανίας. Χρειάστηκε να περάσει η Ευρώπη από όλες τις απαιτήσεις του Βερολίνου ώστε να καταλήξει σε ένα μίνιμουμ χρηματοπιστωτικής αλληλεγγύης και να στηρίξει τις χώρες της περιφέρειας που βρίσκονται στα όρια της χρεοκοπίας.
Η κρίση του 2008 προς όφελος της Γερμανίας
Η εγκατάσταση του Μηχανισμού Στήριξης (MES), με προίκα 750 δισ. ευρώ, έγινε με βαρύ τίμημα: το Βερολίνο πέτυχε να διατηρήσει ένα δικαίωμα βέτο στη χρήση της εν λόγω «προίκας» και επέβαλε στις χώρες που θα τη χρησιμοποιούσαν σκληρά δημοσιονομικά μέτρα.
Το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας ενισχύθηκε προκειμένου να αυστηροποιηθούν οι εθνικές πολιτικές στην οικονομία.
Ακόμη και η εγκατάσταση της Τραπεζικής Ενωσης, από τον Ιούνιο του 2012, η οποία σηματοδότησε το τέλος της κρίσης, σχεδόν έγινε παρά τη θέληση του Βερολίνου. Η Μέρκελ έκανε ό,τι μπορούσε για να διασωθούν οι δικές της τράπεζες και η αλληλεγγύη να είναι όσο μικρότερη γίνεται.
H Γερμανία έγινε de facto διαιτητής της κρίσης.
Αυτή η νέα δομή της Ευρώπης της κρίσης έκανε de facto τη γερμανική κυβέρνηση διαιτητή των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλημάτων της Ευρωζώνης, με κάθε έναν από τους εταίρους να σπεύδει να εκδηλώσει την εμπιστοσύνη του στο Βερολίνο.
Πρόκειται για μια κυριαρχία που οφείλεται επίσης σε μεγάλο βαθμό και στην αδυναμία της Γαλλίας, υπογραμμίζει η Σιλβί Γκουλάρ, ευρωβουλευτής των Φιλελευθέρων:
«Η Γαλλία δεν έχει ποτέ καταστεί ικανή να τηρήσει τις δεσμεύσεις της προς τους εταίρους, κάτι που υπονομεύει σημαντικά την αξιοπιστία της και σήμερα η οικονομία της δεν λειτουργεί σωστά. Είμαστε εμείς (οι Γάλλοι) που έχουμε δημιουργήσει ένα πολιτικό κενό».
Και όπως η φύση απεχθάνεται το κενό, έτσι και η Γερμανία καταλαμβάνει τον χώρο που απελευθερώνεται από μία από τις έξι ιδρύτριες χώρες της ΕΕ -το λεγόμενο Εξάγωνο.
Το ίδιο κάνει επίσης και η Βρετανία:
«Το 2009, όταν συστηνόταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπό τον Μπαρόζο για τη δεύτερη θητεία του, πολλοί από τους επιτρόπους ήθελαν να έχουν πρόεδρο ή έστω αντιπρόεδρο έναν Βρετανό για να υπάρχει και το “αυτί” του Λονδίνου», επισημαίνει υψηλόβαθμος Ευρωπαίος αξιωματούχος.
Τώρα, οι επίτροποι του Σώματος υπό τον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος θα αναλάβει καθήκοντα στις 3 Νοεμβρίου, επιθυμούν να είναι σε ανοιχτή γραμμή με το Βερολίνο κι έτσι επιλέγουν Γερμανούς συνεργάτες».
Ολες οι καρέκλες, γερμανικές
Δεν είναι τυχαίο ότι ο διευθυντής του γραφείου του προέδρου της Κομισιόν είναι ένας Γερμανός χριστιανοδημοκράτης, ο Μάρτιν Σέλμαϊρ. Αν και μέχρι στιγμής η σύνθεση των ομάδων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, μετράμε ήδη πέντε διευθυντές και τρεις βοηθούς Γερμανούς, έναντι μόνο δύο Γάλλων, του Ολιβιέ Μπελί, που είναι διευθυντής του γραφείου του Πιέρ Μοσκοβισί, και του Ερίκ Μαμέρ, που είναι βοηθός του Γερμανού επιτρόπου Γίντερ Ετινγκερ.
Η ίδια ανισορροπία παρατηρείται και μεταξύ των συμβούλων. Μέσα στη διοίκηση είναι αισθητή η αριθμητική υπεροχή των Γερμανών: 8 γενικές διευθύνσεις βρίσκονται σε χέρια Γερμανών, έναντι τεσσάρων που είναι σε γαλλικά χέρια. Μάλιστα, η επόμενη επικεφαλής του νομικού τμήματος θα είναι επίσης Γερμανίδα και πιθανόν η επόμενη γενική γραμματέας της Κομισιόν να είναι επίσης Γερμανίδα -πρόκειται για τον πραγματικό «πύργο» ελέγχου της Επιτροπής.
Η Γαλλία θα παλέψει για να πάρει τη διεύθυνση των Εξωτερικών, για την οποία η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει εκδηλώσει τη γερμανική προτίμηση προς την ιταλίδα Φεντερίκα Μογκερίνι, όταν στις 30 Αυγούστου λήξει η θητεία της Κάθριν Αστον.