Δύο βασικοί παράγοντες εμποδίζουν την πιο γρήγορη και δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αναφέρει η Eurobank στο εβδομαδιαίο οικονομικό της δελτίο: Η αβεβαιότητα της πολιτικής κατάστασης και το παγκόσμια δυσμενές οικονομικά κλίμα.
Πολιτική αβεβαιότητα και πολιτικές του παρελθόντος
Όπως έχει αποδειχτεί στην πράξη, η δομή των θεσμών του ελληνικού κράτους επιτρέπει την δημιουργία «πολιτικής αβεβαιότητας», σημειώνει η Eurobank, και αυτό οδηγεί σε οικονομική αναποτελεσματικότητα. Αξίζει να σκεφτούμε πόσες ώρες εργασίας ή χρήσης κεφαλαίου -ιδίως από το 2008 και έπειτα- έχουν καταναλωθεί προς την κατεύθυνση των προεκλογικών σεναρίων ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να κατανεμηθούν σε πιο παραγωγικές χρήσεις. Επιπρόσθετα, η πολιτική, αβεβαιότητα ή αστάθεια, μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της άσκησης οικονομικής πολιτικής.
Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό, υποστηρίζει, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε ότι το αποτέλεσμα ή η αξιολόγηση μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής, πχ. μείωση των φόρων, αύξηση των δημοσιών δαπανών, αύξηση της προσφοράς χρήματος, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την αντίδραση των φορέων της οικονομίας ως προς την εφαρμογή της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Ήταν ακριβώς αυτό το συμπέρασμα που οδήγησε τους οικονομολόγους στο να χρησιμοποιούν ως εργαλείο ανάλυσης της οικονομικής πολιτικής περισσότερο την θεωρία παιγνίων και λιγότερο την θεωρία του βέλτιστου ελέγχου.
Για παράδειγμα, έστω ότι μια κυβέρνηση εξαγγέλλει ότι θα μειώσει την φορολογία τόσο στην αμοιβή του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας όσο και στην αμοιβή του παραγωγικού συντελεστή του κεφαλαίου. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να διαμορφώσει τέτοιες προσδοκίες στην αγορά, έτσι ώστε και οι επιχειρήσεις να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο στο να επενδύσουν αλλά και τα νοικοκυριά να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο στο να εργαστούν περισσότερο παραγωγικά.
Στην περίπτωση που εν λόγω εξαγγελίες γίνονται υπό καθεστώς πολιτικής αβεβαιότητας, τότε αυτόματα αυξάνεται η πιθανότητα να χαρακτηριστούν ως μη αξιόπιστες (ποιος θα εγγυηθεί ότι αν αλλάξει η κυβέρνηση ή αν αλλάξει το οικονομικό επιτελείο η πολιτική που θα εφαρμοστεί στη συνέχεια θα παραμείνει η ίδια;).
Το γεγονός αυτό οδηγεί τους φορείς της αγοράς, δηλαδή επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στο να μην μεταβάλλουν τις προσδοκίες τους και ως εκ τούτου τα επενδυτικά προγράμματα ακυρώνονται και τα κίνητρα για περισσότερη παραγωγική εργασία μειώνονται.
Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφέρουμε ότι η παρούσα πολιτική αβεβαιότητα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας ο οποίος οδηγεί στη μείωση της αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής.
Όπως τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα του παρελθόντος οδήγησαν στην παρούσα συσσώρευση του υψηλού δημοσίου χρέους, έτσι και η συνεχής ανακολουθία ανάμεσα σε κυβερνητικές εξαγγελίες και εφαρμοζόμενες πολιτικές που συνέβη κατά το παρελθόν οδήγησε στη συσσώρευση ενός αποθέματος αναξιοπιστίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής το οποίο δεν είναι εύκολο να αποσβεστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Συνεπώς, πολιτικές του παρελθόντος, πχ. σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις προγραμματικές δηλώσεις μιας κυβέρνησης και στην μετέπειτα εφαρμοζόμενη πολιτική, και η παρούσα πολιτική αβεβαιότητα δυσχεραίνουν σε σημαντικό βαθμό την αποτελεσματικότητα του έργου των ασκούντων την οικονομική πολιτική.
Δυσμενής διεθνής οικονομική συγκυρία
Την προηγούμενη εβδομάδα στις διεθνείς αγορές επικράτησαν έντονες ανησυχίες για τις μακροοικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης. Αξίζει να αναφέρουμε πως για την Ευρωζώνη των 12 ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στο 2ο τρίμηνο του 2014 ήταν της τάξης του 0,4%.
Η αναθεώρηση προς τα κάτω του αναμενόμενου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της Γερμανίας (στο 1,2% για το 2014 και το 2015), η αρνητική ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΠΑΕΠ) της Ιταλίας (-0,6% στο 2ο τρίμηνο του 2014) και η στασιμότητα της Γαλλικής οικονομίας (0,1% στο 2ο τρίμηνο του 2014) σηματοδοτούν πως οι τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης αδυνατούν να πετύχουν ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης τέτοιους, ώστε να επιστρέψουν στο αναπτυξιακό μονοπάτι που ακολουθούσαν στο τέλος του 2007.
Το ίδιο ισχύει τόσο για την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής όσο και για την οικονομία της Ιαπωνίας. Συνεπώς, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, από το τέλος του 2007 μέχρι και σήμερα, οι οικονομίες των κρατών της Ευρωζώνης των 12, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, έχουν εισέλθει σε ένα χαμηλότερο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με αυτό που ακολουθούσαν πριν την μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω δεδομένων, καταλήγει η Eurobank, η κυβέρνηση οφείλει να επενδύσει στην ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και παράλληλα να επιταχύνει την βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή ανάπτυξη, δημόσιο χρέος, ανεργία, δημοσιονομική προσαρμογή, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Είναι ακριβώς αυτή η βελτίωση και η δυναμική των θεμελιωδών μεγεθών που εξασφαλίζουν τη σταδιακή και την ομαλή επάνοδο στις αγορές και ως εκ τούτου ενισχύουν την άντληση κεφαλαίων τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα.