Η αρθρογράφος Τουλού Γκιουμουστεκίν επιρρίπτει τις ευθύνες στους Ελληνοκύπριους, τονίζοντας χαρακτηριστικά «Οι Ελληνοκύπριοι τα κατάφεραν πάλι. Είναι αποφασισμένοι να σταματήσουν τις διαπραγματεύσεις για το μέλλον του νησιού.
Οι βασικοί στόχοι των ελληνοκυπριακών Αρχών από το 1960 ήταν η εθνοτική εκκαθάριση του νησιού και η ενσωμάτωση με την ελληνική ενδοχώρα. Είχαν σαμποτάρει το σύστημα του 1960 από το 1963, εξωθώντας την τουρκική μειονότητα σε κάθε είδους παρενόχληση, μη εκπροσώπηση, ακόμη και δολοφονία. Το πραξικόπημα του 1974 στήθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς της Ελλάδας που βρισκόταν στην εξουσία στην Αθήνα για να εκδιώξει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Έλληνα πρόεδρο της Κύπρου και να εγκαταστήσει ένα καθεστώς – μαριονέτα που θα ορκιζόταν πίστη στην Ελλάδα».
«Ετσι, η Τουρκία, αναγκαστικά, εισέβαλε στο νησί που χωρίστηκε στην ελληνική και την τουρκική πλευρά. Η διχοτόμηση αυτή οδήγησε στην φυγή περίπου του 1/5 του πληθυσμού, η οποία ως εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ξεκάθαρα χωρισμένοι γεωγραφικά», προσθέτει.
Και συμπληρώνει: Από τότε υπήρξε ένας απίστευτος αριθμός διαπραγματεύσειων. Όλες κάτω από την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών και όλςε απέτυχαν. Ούτε η ελληνική, ούτε η κυπριακή πλευρά του νησιού ήθελαν πραγματικά την επανένωση πριν από το τέλος του 20ού αιώνα. Αυτή η απομόνωση έχει δημιουργήσει δύο πολύ διαφορετικές κοινότητες, με διαφορετικές γλώσσες και τρόπο ζωής. Η σταθερή πολιτική της ελληνοκυπριακής Αρχής είναι να “διεθνοποιεί” το πρόβλημα της διχοτόμησης, ενώ τουρκική είναι αυτή που θέλει να αφήσει τις δύο κοινότητες που ζουν στο νησί να βρουν μία λύση.
Με την πάροδο του χρόνου, ο ελληνοκυπριακός στόχος επιτεύχθηκε. Η Κύπρος έγινε διεθνές ζήτημα. Οι Ελληνοκύπριοι από το 1992 “εισέβαλαν” στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις δηλητηριάζουντας τις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας από τότε. Η λογική της αναμονής της τουρκικής πολιτικής και του Ραούφ Ντενκτάς, βοήθησε την ελληνοκυπριακή πλευρά να κερδίσει πόντους».
«Το 2004, η απόλυτη κίνηση έγινε από τον τότε ΓΓ του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, ο οποίος κατήρτισε ένα σχέδιο για την επανένωση του νησιού. Η τουρκική κοινότητα το αποδέχθηκε συντριπτικά όπως αντιστίχως συντριπτικά το απέρριψε η ελληνοκυπριακή. Ως αντίτιμο για την αδιαλλαξία τους, η ελληνική Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ χάρη στην απειλή βέτο των Ελλήνων σε οποιοδήποτε σχέδιο διεύρυνσης πριν από την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση», συνεχίζει η Γκιουμουστεκίν.
«Ένα διχοτομημένο, προβληματικό νησί, που λειτουργεί κατά βάση ως οικονομική και ναυτική βάση για τη Ρωσία στη Μεσόγειο, έγινε μέλος της ΕΕ. Από τότε η Κύπρος έχασε ότι κίνητρο είχε για την επανένωση του νησιού. Μόλις πριν από 5 χρόνια, το 2009, όταν η Ελλάδα άγγιξε τη χρεοκοπία, ακολούθησε ενάμισι χρόνο μετά και η ελληνική Κύπρος. Οι ρώσοι ολιγάρχες δεν ήθελαν να πλήρώσουν για το μνημόνιο και η ΕΕ το έκανε απρόθυμα. Η ελληνική Κύπρος ήταν σε πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο, όταν νέα αποθέματα φυσικού αερίου ανακαλύφθηκαν κάτω από τη θάλασσα. Κανείς δεν γνωρίζει επακριβώς πόσο αέριο υπάρχει εκεί ή πώς να το εξορύξει, αλλά η είδηση έκανε τέτοια εντύπωση στους Ελληνοκυπρίους που πίστεψαν ότι έχουν ανακαλύψει την Ατλαντίδα», υπογραμμίζει με ειρωνεία η αρθρογράφος.
«Αυτή η νέα ελπίδα τους έχει κάνει να ενεργούν εντελώς παράλογα. Έχουν σπάσει τη συμφωνία των κυρίων και κάνουν έρευνες στη θάλασσα πριν από το τέλος των διαπραγματεύσεων για την επανένωση, οι οποίες συστήθηκαν με διαμεσολάβηση των ΗΠΑ, η Τουρκία έστειλε το δικό της ερευνητικό πλοίο, αναγκάζοντας τους ελληνοκύπριους να κλείσουν την πόρτα των διαπραγματεύσεων και να απειλούν με συμμαχία με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Το πιο επικίνδυνο είναι ότι συμμετέχουν σε στρατιωτικούς ελιγμούς μαζί με ρωσικούς, ισραηλινούς και ελληνοκυπριακούς στόλους για να στείλουν μήνυμα στην Τουρκία, η οποία δεν μοιάζει ιδιαίτερα ανήσυχη», τονίζει.
Και καταλήγει: «Προσφάτως, οι ελληνοκυπριακές Αρχές ζήτησαν τερματισμό των διαπραγματεύσεων μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ. Ίσως είναι καιρός οι Ελληνοκύπριοι και οι πολιτικοί να ξυπνήσουν στην πραγματικότητα, αν αυτό είναι ακόμη δυνατό».