Την παρατεταμένη ύφεση στην Ελλάδα, από το 2008, στον τομέα της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και στην παραγωγή καινοτομίας, επισημαίνει σε έκθεση του ο ΟΟΣΑ. Όπως τονίζεται οι ευρύτερες συνθήκες για καινοτομίες απέχουν από το να θεωρηθούν ευνοϊκές, μεταξύ άλλων λόγω έλλειψης κεφαλαίων ανάληψης επενδυτικών κινδύνων (venture capital).
Παράλληλα υπογραμμίζονται οι επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης να βελτιώσει τις συνθήκες προώθησης καινοτομιών ως μέσο για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έκθεση, η ακαθάριστη εγχώρια δαπάνη για R & D ήταν σχεδόν 2 δισεκατομμύρια δολάρια το 2012 (1.994 εκατομμύρια) και αποτελούσε το 0,2% της συνολικής δαπάνης στον ΟΟΣΑ. Το 15,8% αυτών των κεφαλαίων προήλθαν από εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ενώ ο μέσος όρος αυτών των δαπανών (επενδύσεων) στον ΟΟΣΑ ήταν 2,40%, στην Ελλάδα ήταν 0,69%. Στον ΟΟΣΑ οι δαπάνες αυτές αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 2% κατά την περίοδο 2007-2012, αλλά στην Ελλάδα -λόγω και της οικονομικής κρίσης- υπήρξε μέση ετήσια μείωσή τους κατά 1,8% την ίδια περίοδο.
Ενώ στον ΟΟΣΑ, από το συνολικό μέσο ποσοστό 2,40% των δαπανών έρευνας, το ένα τρίτο περίπου (0,77% του ΑΕΠ) χρηματοδοτείται με δημόσιους πόρους, στην Ελλάδα πάνω από το 50% (0,36% του ΑΕΠ από το συνολικό 0,69%) χρηματοδοτείται με δημόσια κεφάλαια.
Αυτό επιβεβαιώνει ότι στη χώρα μας υπάρχει υστέρηση όχι μόνο των συνολικών επενδύσεων σε R & D, αλλά και ειδικότερα των ιδιωτικών επενδύσεων για έρευνα από τις ελληνικές επιχειρήσεις, πράγμα που καθιστά την χρηματοδότηση της έρευνας και ανάπτυξης στην Ελλάδα εξαρτημένη σε δυσανάλογο βαθμό από το κράτος και άλλους δημόσιους φορείς, σε σχέση με τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ.
Ο ΟΟΣΑ αναφέρει πάντως ότι, παρά την υστέρηση σε δαπάνες R & D, η Ελλάδα εμφανίζει καλύτερη επίδοση διεθνώς σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και σε παρουσία των ΑΕΙ της στα κορυφαία 500 πανεπιστήμια του κόσμου.
Από την άλλη, επισημαίνει ότι το ελληνικό ερευνητικό σύστημα παραμένει απομονωμένο σε μεγάλο βαθμό από τον παραγωγικό τομέα. Οι δημόσιοι ερευνητικοί φορείς και τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν αξιοποιούν εμπορικά τα ερευνητικά αποτελέσματά τους, με συνέπεια να έχουν έναν υπερβολικά χαμηλό αριθμό από κατοχυρωμένες εμπορικές πατέντες για νέα προϊόντα και υπηρεσίες.
Γενικότερα, τονίζεται, ότι οι δεσμοί πανεπιστημίων και επιχειρήσεων παραμένουν αδύναμοι στη χώρα μας. Επισημαίνεται επίσης ότι, λόγω των επιβεβλημένων μέτρων λιτότητας, αρκετοί πεπειραμένοι ερευνητές έχουν συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, ενώ άλλοι νεότεροι επιστήμονες έχουν φύγει στο εξωτερικό.
Πρωτοπόρος σε παγκόσμιο επίπεδο η Κίνα
Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι περιορισμοί στους προϋπολογισμούς των ΗΠΑ, των ευρωπαϊκών κρατών και της Ιαπωνίας δίνουν την ευκαιρία στην Κίνα, η οποία συνεχίζει ακάθεκτη να επενδύει στον τομέα επιστήμης και τεχνολογίας, να αποκτήσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία έως το 2019.
Η έκθεση επισημαίνει ότι σταδιακά μειώνεται το ειδικό βάρος Ευρώπης, ΗΠΑ και Ιαπωνίας στην επιστημονική και τεχνολογική έρευνα, στις σχετικές εμπορικές πατέντες και στις επιστημονικές δημοσιεύσεις, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο, έτσι ώστε η Κίνα να γίνει η Νο 1 χώρα σε δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης (R & D).
Αυτό αναμένεται να συμβεί μέσα στην επόμενη πενταετία και πάντως πριν το 2020.