Ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας βλέπουν οι αναλυτές της Eurobank, εκτιμώντας πως θα υπερκαλυφθεί η επίσημη πρόβλεψη για ποσοστιαία αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 0,6% για το 2014.
Ωστόσο, όπως αναφέρει η τράπεζα, χρειάζεται χρόνος για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας. Όπως σημειώνουν οι αναλυτές της Eurobank απαιτείται συνεργασία ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τα πιστωτικά ιδρύματα για την ενίσχυση των επενδύσεων. Το όφελος είναι κοινό και μακροπρόθεσμο, σημειώνουν.
Επικαλούμενη τα σχετικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η Eurobank σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Στο 3ο τρίμηνο του 2014 η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,74%.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, αναφέρει η εβδομαδιαία έκθεση, η ελληνική οικονομία επέστρεψε στο μονοπάτι των θετικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Ήδη από το 2ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους καταγράφηκε ετήσια ποσοστιαία αύξηση (yoy%) του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,41% και για το 3ο τρίμηνο αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής κατά 1,74%.
Επιπρόσθετα, σε όρους τριμηνιαίας ποσοστιαίας μεταβολής (qoq%) από το 1ο τρίμηνο του 2014 το πραγματικό ΑΕΠ ενισχύεται κατά 0,81% και το θετικό πρόσημο διατηρείται τόσο για το 2ο (0,34%) όσο και για το 3ο τρίμηνο (εκτίμηση: 0,65%). Στη περίπτωση που η αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας συνεχιστεί και στο 4ο τρίμηνο (2014) τότε ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για το 2014 θα είναι τουλάχιστον της τάξης του 0,46%.
Για παράδειγμα, αν στο 4ο τρίμηνο καταγραφεί ετήσια ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2% (1%) τότε ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για το 2014 θα είναι της τάξης του 1% (0,71%). Συνεπώς, με βάση τα έως τώρα στοιχεία η ελληνική οικονομία θα υπερκαλύψει την επίσημη πρόβλεψη για ποσοστιαία αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 0,6% για το 2014. Είναι πολύ πιθανό ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης για το 2014 να κυμανθεί ανάμεσα στο 0,7% και 0,8%.
Σύμφωνα με τις αναθεωρημένες χρονολογικές σειρές, η ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ για το 2ο τρίμηνο του 2014 προήλθε κυρίως μέσω της ενίσχυσης των εξαγωγών. Όπως τονίζει η Eurobank, μπορεί μεν η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών να αποτελούν θετικά σημάδια για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας (π.χ. δείγμα βελτίωσης των προσδοκιών των καταναλωτών) ωστόσο όσο συνεχίζεται η συρρίκνωση των επενδύσεων η βιωσιμότητα των θετικών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης τίθεται εν αμφιβόλω.
«Σε αυτό το πεδίο ο ρόλος του εγχώριου πιστωτικού συστήματος είναι πολύ σημαντικός. Απαιτείται συνεργασία ανάμεσα στις επιχειρήσεις και τα πιστωτικά ιδρύματα για την ενίσχυση των επενδύσεων. Το όφελος είναι κοινό και μακροπρόθεσμο. Η διοχέτευση των αποταμιευτικών πόρων στις πιο παραγωγικές επενδυτικές χρήσεις είναι αναγκαία συνθήκη για τη μακροχρόνια μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας».
Ακόμη, για 6ο συνεχόμενο μήνα (Μάρτιος-Αύγουστος) η ετήσια μεταβολή του ποσοστού της ανεργίας ήταν αρνητική. Ειδικότερα για τον μήνα Αύγουστο το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε στο 25,90% (26,10%, 7/2014 και 27,80%, 8/2013).
«Όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει μέσω του παρόντος φυλλαδίου το πρόβλημα της ανεργίας στην Ελλάδα είναι ο υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνος για την οικονομία της χώρας μας και γενικότερα για τη συνοχή της ελληνικής κοινωνίας» τονίζουν οι αναλυτικές της Eurobank και υπογραμμίζουν ότι μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα οι ασκούντες την οικονομική πολιτική θα τεθούν αντιμέτωποι με τα παρακάτω δεδομένα αναφορικά με τη δυναμική της αγοράς εργασίας:
«1. Πως θα αντιδράσει η αγορά εργασίας στην επερχόμενη αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας; Θα δημιουργηθούν αρκετές νέες θέσεις εργασίας έτσι ώστε να απορροφηθεί ένα μεγάλο μέρος του συνόλου των 1,242 εκ. ανέργων;
Πόσο γρήγορη θα είναι η μετάβαση σε ένα επίπεδο ανεργίας μικρότερο του 15%; Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην αγορά αγαθών και υπηρεσιών αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αύξηση της εγχώριας παραγωγής και την παράλληλη αύξηση της απασχόλησης.
2. Το γεγονός ότι στην ελληνική οικονομία συντελείται μια ριζική αναδιάρθρωση του υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης – έμφαση στις εξαγωγές και στις επενδύσεις και μείωση του μεριδίου της κατανάλωσης – σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει αντίστοιχη μεταφορά πόρων (εργασίας και κεφαλαίου) προς τις νέες παραγωγικές χρήσεις.
Το γεγονός αυτό απαιτεί χρόνο, και από την πλευρά των εργαζομένων απαιτεί προσαρμογή σε νέες παραγωγικές διαδικασίες και την απόκτηση νέων γνώσεων.
3. Το υψηλό ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων, μέσω της μειωμένης παραγωγικότητας και της απόσβεσης ικανοτήτων που δημιουργεί, εμποδίζει σε έναν βαθμό την επανένταξή τους στην απασχόληση.»