Καλύτερες επιδόσεις τόσο σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις, όσο κυρίως από το μέτωπο εισπράξεων από εξαγωγές καταγράφει για το 10μηνο του 2014, ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ).
Συγκεκριμένα, χάρη στη μεγαλύτερη της αρχικά εκτιμώμενης ανόδου του περασμένου Οκτωβρίου, περιορίστηκαν οι ρυθμοί υποχώρησης της συνολικής αξίας των προϊόντων που εξήχθησαν από τη χώρα στο 10μηνο του έτους στα επίπεδα του 3,2%, την ώρα που εισπράξεις από τις εξαγωγές των προϊόντων αυτών εμφανίζονται αυξημένες κατά 4,8% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Όπως τόνισε η Πρόεδρος του ΠΣΕ, κυρία Χριστίνα Σακελλαρίδη «τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος που δείχνουν αυξημένες εισπράξεις από τις ελληνικές εξαγωγές, παρά την κόπωση των προηγούμενων μηνών, υπογραμμίζουν τη σημασία της ανάκτησης εμπιστοσύνης των εμπορικών μας εταίρων, ενώ αναδεικνύουν την κρισιμότητα κεφαλαιοποίησης της τιτάνιας προσπάθειας των Ελλήνων Εξαγωγέων όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Παράλληλα, οι καλύτερες εξαγωγικές επιδόσεις μετά την υποχώρηση του ευρώ έναντι του δολαρίου δείχνουν τον δρόμο για μέτρα ουσιαστικής ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών και άρα των ελληνικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά.
Με άλλα λόγια, η πορεία των εξαγωγών επιβεβαιώνει ότι σε περιβάλλον και περιόδους σταθερότητας, εξομαλύνονται οι πληρωμές, ενισχύεται η ρευστότητα των επιχειρήσεων, διευκολύνεται το εξωτερικό εμπόριο και οι συναλλαγές με τις ξένες αγορές, κάτι το οποίο ανατρέπεται όταν δημιουργείται κλίμα αβεβαιότητας σε πολιτικό και δημοσιονομικό επίπεδο.
Είναι λοιπόν εθνικά και ευρωπαϊκά αναγκαίο να επιστρέψει η ομαλότητα και να επικεντρώσουν όλες οι υγιείς δυνάμεις του ευρωπαϊκού τόξου, εντός και εκτός των συνόρων, τις προσπάθειές τους για την ανάκαμψη της οικονομίας, την ανακούφιση πολιτών και επιχειρήσεων από τις θυσίες της τελευταίας 6ετίας και κυρίως να δημιουργήσουν προοπτικές αύξησης παραγωγής και περαιτέρω ενίσχυσης της εξωστρέφειας, για την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομία».
Σύμφωνα με την ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, στο 10μηνο του 2014 έχουν εξαχθεί από τη χώρα προϊόντα συνολικής αξίας 22,5 δισ. ευρώ, ενώ έχουν εισπραχθεί από τους Έλληνες Εξαγωγείς για τα προϊόντα αυτά 19,7 δισ. ευρώ. Η αύξηση των εισπράξεων, σύμφωνα με την ΤτΕ ΕΛΛ -1,25% κατά 4,8% επιβεβαιώνει την εξομάλυνση των πληρωμών και την απομείωση των χρόνων εξόφλησης που ίσχυαν τα προηγούμενα χρόνια και ήταν υπερδιπλάσιος σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (50 ημέρες, αντί 23 ημερών του μ.ο. των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, στο πρώτο εξάμηνο του έτους).
Το ποσοστό εξόφλησης για τα εξαγόμενα ελληνικά προϊόντα διαμορφώθηκε δηλαδή στο 87,5% της συνολικής τους αξίας. Να σημειωθεί ότι στο 10μηνο του 2013, οι αξία των φορτώσεων-αποστολών ανέρχονταν στα 23,2 δισ. ευρώ, ενώ οι πληρωμές για τα εν λόγω προϊόντα διαμορφώνονταν μόλις στα 18,8 δισ. ευρώ (-4,4 δισ. ευρώ), ήτοι ποσοστό εξόφλησης 81%.
Το 10μηνο του 2014
Πιο αναλυτικά, σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις για τον περασμένο Οκτώβριο, η συνολική αξία των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 7,1% (στα 2,51 δισ. ευρώ από τα 2,34 δις ευρώ τον Οκτώβριο του 2013). Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, η αύξηση των εξαγωγών διαμορφώνεται στο +3,8%.
Το αποτέλεσμα ήταν, για την περίοδο Ιανουάριος-Οκτώβριος 2014 να προκύπτει μεν υποχώρηση της συνολικής αξίας των εξαγωγών κατά 3,2%, σε σχέση με το 10μηνο του 2013, ήτοι απώλειες της τάξης των 720 εκατ. ευρώ, αλλά να περιορίζονται σημαντικά οι ρυθμοί υποχώρησης για τις εξαγωγές εξαιρουμένων, σε σχέση με την περίοδο του 9μήνου (-4,4%). Αντίστοιχη είναι η εικόνα και αν εξαιρεθούν τα πετρελαιοειδή (-1,8% στο 10μηνο του έτους, έναντι υποχώρησης κατά 2,6% στο 9μηνο, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες περυσινές περιόδους).
Στην εξεταζόμενη περίοδο, Ιανουάριος-Οκτώβριος 2014, προκύπτει μείωση των συνολικών εξαγωγών κατά 1,1% προς τις χώρες της ΕΕ και κατά 5% προς τις Τρίτες Χώρες. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών πάντως, οι ελληνικές εξαγωγές αυξημένες κατά 1,1% προς τις ευρωπαϊκές Χώρες, έναντι μείωσης 2,1% προς τις Χώρες εκτός ΕΕ.
Στο 10μηνο του τρέχοντος έτους, ποσοστό 47,5% της συνολικής αξίας κατευθύνθηκε σε χώρες της ΕΕ, ενώ ποσοστό 52,5% προς Τρίτες Χώρες. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, η αναλογία ανατρέπεται πλήρως υπέρ των χωρών της ΕΕ (64,9%), έναντι των Τρίτων Χωρών (35,1%).