Το πρόβλημα της Ευρώπης και οι προοπτικές για το 2015
Έντονα επικριτικός απέναντι στους Ευρωπαίους ηγέτες εμφανίζεται ο γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί, σε άρθρο του στη σημερινή Λιμπερασιόν.
Το πιο θλιβερό στην ευρωπαϊκή κρίση είναι η εμμονή των ηγετών να παρουσιάζουν την πολιτική τους ως τη μόνη δυνατή και ο φόβος που τους προκαλεί κάθε πολιτική αναταραχή η οποία μπορεί να αλλάξει αυτή τη χαρούμενη ισορροπία, γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα» που έχει γίνει μπεστ σέλερ σε όλο τον κόσμο.
Κατά την άποψη του κ. Πικετί, το βραβείο κυνισμού ανήκει στον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ο οποίος από τότε που αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο LuxLeaks εξηγεί ήρεμα στην κατάπληκτη Ευρώπη ότι δεν είχε άλλη επιλογή, αφού η βιομηχανία της χώρας του διερχόταν κρίση κι έπρεπε να βρει μια αναπτυξιακή στρατηγική για τη χώρα του. «Τι άλλο μπορούσα να κάνω», μοιάζει να αναρωτιέται, «από το να καταστήσω τη χώρα μου έναν από τους χειρότερους φορολογικούς παραδείσους της Ευρώπης;» Οι γείτονές του, που αντιμετωπίζουν εδώ και δεκαετίες την αποβιομηχάνιση των χωρών τους, είναι βέβαιο ότι εκτιμούν πολύ αυτές τις εξηγήσεις.
Είναι καιρός να αναγνωριστεί ότι το πρόβλημα βρίσκεται στους ίδιους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, επισημαίνει ο Πικετί. Και ότι μόνο μια δημοκρατική επανίδρυση της Ευρώπης θα επιτρέψει να ακολουθηθεί μια πολιτική κοινωνικής προόδου. Για να αποτραπεί η επανάληψη σκανδάλων όπως το LuxLeaks, πρέπει να καταργηθεί ο κανόνας της ομοφωνίας στη φορολογική πολιτική και να λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία όλες οι αποφάσεις που αφορούν τη φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών (και, κατά προτίμηση, των μεγάλων εισοδημάτων και των μεγάλων περιουσιών). Κι αν το Λουξεμβούργο και άλλες χώρες το αρνηθούν, θα πρέπει οι χώρες που το επιθυμούν να συγκροτήσουν έναν σκληρό πυρήνα που θα εργαστεί σε αυτή την κατεύθυνση και θα απομονώσει όλους εκείνους που συνεχίζουν να θέλουν να λειτουργούν σε φορολογική αδιαφάνεια.
Το βραβείο της αμνησίας, συνεχίζει ο Πικετί, ανήκει στη Γερμανία, και το δεύτερο βραβείο στη Γαλλία. Το 1945, οι χώρες αυτές είχαν ένα δημόσιο χρέος που ξεπερνούσε το 200% του ΑΕΠ. Το 1950, το χρέος έπεσε κάτω από το 30%. Τι συνέβη, είχαν ξαφνικά αυτές οι χώρες ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα που τους επέτρεψε να ξεπληρώσουν ένα τόσο μεγάλο χρέος; Όχι βέβαια: η Γερμανία και η Γαλλία απηλλάγησαν από το χρέος μέσω του πληθωρισμού και της διαγραφής. Αν είχαν επιδοθεί υπομονετικά σε μια προσπάθεια να έχουν κάθε χρόνο ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 1% και του 2%, θα βρίσκονταν ακόμη στην ίδια θέση και θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις να επενδύσουν στην ανάπτυξη.
Κι όμως, αυτές οι δύο χώρες εξηγούν από το 2010-2011 στις χώρες της Νότιας Ευρώπης ότι το δημόσιο χρέος τους πρέπει να ξεπληρωθεί μέχρι το τελευταίο ευρώ. Πρόκειται για ένα μυωπικό εγωισμό, αφού η νέα δημοσιονομική συνθήκη που υιοθετήθηκε το 2012 κάτω από την πίεση της Γερμανίας και της Γαλλίας, και οργανώνει τη λιτότητα στην Ευρώπη (με μια υπερβολικά γρήγορη μείωση των ελλειμμάτων και ένα απολύτως δυσλειτουργικό σύστημα αυτόματων κυρώσεων), οδήγησε σε μια γενικευμένη ύφεση στην ευρωζώνη. Την ίδια ώρα, μάλιστα, που η οικονομία ανέκαμπτε παντού αλλού, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στις χώρες της ΕΕ που δεν ανήκουν στην ευρωζώνη.
Στο ντουέτο αυτό, γράφει ο γάλλος οικονομολόγος, το βραβείο υποκρισίας ανήκει χωρίς αμφιβολία στους γάλλους ηγέτες, οι οποίοι περνούν την ώρα τους καταγγέλλοντας τη Γερμανία, ενώ η ευθύνη είναι χωρίς αμφιβολία μοιρασμένη. Η νέα δημοσιονομική συνθήκη, την οποία διαπραγματεύτηκε η προηγούμενη γαλλική κυβέρνηση και επικύρωσε η σημερινή, δεν θα μπορούσε να έχει υιοθετηθεί χωρίς τη Γαλλία, η οποία έκανε ουσιαστικά όπως και η Γερμανία την επιλογή του εγωισμού απέναντι στις χώρες της νότιας Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, ένα κοινό νόμισμα δεν μπορεί να λειτουργήσει με 18 δημόσια χρέη και 18 επιτόκια όπου μπορούν να κερδοσκοπούν ελεύθερα οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Πρέπει να γίνουν μαζικές επενδύσεις στην εκπαίδευση, την καινοτομία και τις πράσινες τεχνολογίες. Αλλά γίνεται το αντίθετο. Η Ιταλία αφιερώνει το 6% του ΑΕΠ για να πληρώνει τους τόκους του χρέους, και επενδύει μόλις το 1% του ΑΕΠ στα πανεπιστήμιά της.
Τρεις προοπτικές
Τι θα μπορούσε να γίνει λοιπόν για να αλλάξει η κατάσταση το 2015; Για τον Πικετί, υπάρχουν τρεις προοπτικές. Μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση, ένας πολιτικός κραδασμός προερχόμενος από τα αριστερά και ένας πολιτικός κραδασμός προερχόμενος από τα δεξιά.
Οι ευρωπαίοι ηγέτες πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η δεύτερη πιθανότητα είναι μακράν η καλύτερη. Αντί να απορρίψει η Ευρώπη κόμματα όπως το Podemos και ο ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να συνεργαστεί μαζί τους για μια δημοκρατική επανίδρυση της ΕΕ. Αλλιώς, ο πολιτικός κραδασμός θα προέλθει από τα δεξιά και θα είναι ισχυρός. Το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας μπορεί θαυμάσια να κερδίσει περιφέρειες στις περιφερειακές εκλογές του ερχόμενου Δεκεμβρίου.
Μπορεί βέβαια μέρες που είναι, καταλήγει ο Πικετί, να συμβεί και το αδύνατο: να αναγνωρίσει ο Φρανσουά Ολάντ τα λάθη του και να τείνει το χέρι στη Νότια Ευρώπη.