Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, η πολιτική αστάθεια και η απροθυμία της Αγοράς να απορροφήσει δυναμικά τους «κραδασμούς» που δημιουργεί η όλη ανασφάλεια σε φορολογούμενους και επιχειρηματίες, εκτροχιάζουν την εφαρμογή των πλάνων κεφαλαιακής ενίσχυσης που οι τράπεζες έχουν υιοθετήσει, παρά το ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, η εποπτική Αρχή (ΕΚΤ) δεν δείχνει σημάδια ανησυχίας.
Ωστόσο, οι ειδικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς η τραπεζική αναδιάρθρωση φαίνεται πως ολοένα και περισσότερο «κατεβάζει ταχύτητα», ώστε ακόμη και οι εύκολα επιτεύξιμοι στόχοι τώρα φαντάζουν δυσκολότεροι.
Προς το παρόν, οι καθυστερήσεις στην υλοποίηση δεσμεύσεων στα σχέδια κεφαλαιακής ενίσχυσης – αναδιάρθρωσης και η επιδείνωση σε κρίσιμους δείκτες, που περιλαμβάνονται στα σχέδια δεν οδηγούν σε ανάγκη νέων αυξήσεων κεφαλαίου.
Οι ελληνικές τράπεζες, όπως έδειξε η πρόσφατη πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, προς το παρόν δεν έχουν ανάγκη από νέες κεφαλαιακές ενισχύσεις –όμως το εν λόγω συμπέρασμα βασίστηκε στο δυναμικό σενάριο (π.χ. η περίπτωση της Εθνικής Τράπeζας και της Eurobank). Αυτό σημαίνει πως κάθε παρέκκλιση ή καθυστέρηση στην υλοποίηση των πλάνων αναδιάρθρωσης είναι σχεδόν βέβαιο ότι θέτει σε κίνδυνο την κάλυψη των κεγαλαιακών αναγκών τους.
Σύμφωνα με πηγές των Βρυξελλών, η ΕΚΤ δεν πρόκειται να θέσει σύντομα νέες εποπτικές απαιτήσεις. Η διαδικασία που έχει ήδη κινηθεί με τα ατομικά κριτήρια κεφαλαιακής επάρκειας, όπως αποκάλυψαν οι Financial Times, αφορά μόνο στις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες (συστημικές με όρους ενιαίας αγοράς).
Για αυτές, σύμφωνα με διεθνείς εταιρείες ορκωτών λογιστών, θα εφαρμοσθεί από το επόμενο stress test της ΕΚΤ το εξής νέο κριτήριο: Να εμφανίζουν δείκτη CT 1 (κεφαλαιακή επάρκεια σε καθεστώς πλήρους εφαρμογής της Βασιλείας ΙΙΙ) υψηλότερο του 3% επί του συνόλου των περιουσιακών τους στοιχείων. Στο πλαίσιο αυτό η Santander προχώρησε αιφνιδιαστικά σε αύξηση κεφαλαίου, ενώ η Deutsche Bank εξετάζει την απόσχιση και πώληση του κλάδου λιανικής τραπεζικής.
Το νέο κριτήριο δεν θα ισχύσει προς το παρόν λόγω μικρού μεγέθους για εγχώριες τράπεζες οι οποίες εποπτεύονται από την ΕΚΤ.
Το πρόβλημα για τα εγχώρια συστημικά πιστωτικά ιδρύματα, αναφορικά με το stress test που θα ξεκινήσει το δεύτερο μισό της φετινής χρονιάς και θα ολοκληρωθεί τους πρώτους μήνες του 2016, έχει να κάνει με το κατά πόσον θα έχουν υλοποιήσει ενέργειες των πλάνων αναδιάρθρωσης, οι οποίες πρέπει να ολοκληρωθούν ως το τέλος του 2015.
Αν δεν το κάνουν, τότε ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπα με κεφαλαιακές ανάγκες που θα πρέπει να καλυφθούν μέσω νέων αυξήσεων κεφαλαίου.
Ποιες ενέργειες μετατίθενται
Μετάθεση ενεργειών των capital plans: Η πολιτική αβεβαιότητα, που ξεκίνησε ήδη από τον περασμένο Οκτώβριο, λόγω του διαφαινόμενου αδιεξόδου στη διαπραγμάτευση με την τρόικα, είχε ως αποτέλεσμα να ανασταλούν ενέργειες των πλάνων αναδιάρθρωσης, που στην περίπτωση της Εθνικής και της Eurobank είχαν συμπεριληφθεί στα σχέδια κεφαλαιακής ενίσχυσης.
Προς το παρόν, έχουν μετατεθεί για αργότερα οι δημόσιες εγγραφές για την εισαγωγή της Εθνικής Πανγαία και της Eurolife στο Χρηματιστήριο, η διεθνής προσφορά νέων και υφιστάμενων μετοχών της Finansbank, ενώ καθυστερεί η ολοκλήρωση των συμφωνιών πώλησης των Αστήρ Παλάς και NBGI καθώς και οι διαγωνισμοί για την πώληση χαρτοφυλακίων επιχειρηματικών δανείων σε private equity funds.
Οι εν αμφιβόλω στόχοι
Επιδείνωση του δείκτη καθαρών χορηγήσεων προς καταθέσεις: Όλες οι συστημικές τράπεζες πέτυχαν πέρσι να προσαρμόσουν το δείκτη καθαρών χορηγήσεων προς καταθέσεις στα επίπεδα που προέβλεπαν τα πλάνα αναδιάρθρωσης. Οι εκροές καταθέσεων από τον περασμένο Δεκέμβριο επιδεινώνουν την εικόνα, χωρίς προς το παρόν να την ανατρέπουν. Ο κίνδυνος όμως είναι υπαρκτός ιδιαίτερα σε περίπτωση που υπάρξει εκ νέου προσφυγή στις κάλπες και παγώσουν οι δρομολογημένες κινήσεις πώλησης δανείων.
Μείωση του κόστους καταθέσεων: Στη διετία 2013-14 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες μείωσαν το κόστος καταθέσεων σε επίπεδα που επέβαλλαν τα πλάνα αναδιάρθρωσης. Σε περίπτωση που η αβεβαιότητα παραταθεί για άλλον ένα μήνα και η εκροή καταθέσεων πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, είναι πιθανόν να αναγκαστούν να αυξήσουν τα επιτόκια προθεσμιακών καταθέσεων.
Βελτίωση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου: Η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, λόγω της ορατής προσφυγής των τραπεζών στον ELA, και της πιθανής σταθεροποίησης ή και αύξησης των επιτοκίων νέων προθεσμιακών καταθέσεων, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα στις νέες χορηγήσεις, θα θέσει σε αμφισβήτηση το στόχο για περαιτέρω ενίσχυση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου.
Μείωση του ποσοστού των προβλέψεων κάτω του 1% του ενεργητικού: Ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο οι διοικήσεις των τραπεζών διατύπωναν τις ανησυχίες τους για τον κίνδυνο να αυξηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια λόγω της απροθυμίας ρυθμίσεων από πλευράς δανειοληπτών και του κλίματος αθέτησης υποχρεώσεων που δημιουργούσε η εν δυνάμει προεκλογική περίοδος. Προς το παρόν, οι ανησυχίες τους επιβεβαιώνονται με αποτέλεσμα να αναθεωρούνται επί τα χείρω οι εκτιμήσεις για το πότε θα αγγίξουν κορυφή οι επισφάλειες.
Βελτίωση της απόδοσης ιδίων κεφαλαίων: Ο συνδυασμός αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, πίεσης στο καθαρό επιτοκιακό περιθώριο και μικρής επιδείνωσης στον εκτιμώμενο ρυθμό δημιουργίας νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να δυσχεράνει και το στόχο βελτίωσης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων που προβλέπουν τα πλάνα αναδιάρθρωσης.
Τα «μαξιλάρια» ασφαλείας των Eurobank – Εθνική
Για τις Eurobank και Εθνική, που έχουν υποβάλει σχέδια κεφαλαιακής ενίσχυσης, υπάρχουν μαξιλάρια από τις μέχρι τώρα δράσεις που έχουν ολοκληρωθεί.
Αμφότερες εμφάνισαν στο 9μηνο προ προβλέψεων κέρδη αισθητά υψηλότερα από αυτά που έλαβε υπ’ όψιν του το δυσμενές δυναμικό σενάριο της άσκησης προσομοίωσης. Στη μεν Eurobank η θετική διαφορά ανέρχεται σε 315 εκατ. ευρώ, στη δε Εθνική σε 400 εκατ. ευρώ.
Επιπρόσθετα, και οι δύο έχουν το bonus ότι από τον περασμένο Μάιο το Δημόσιο κατέβαλε τοις μετρητοίς τη συμμετοχή του στο μετοχικό τους κεφάλαιο, εξοφλώντας τα ομόλογα που τους είχε δώσει για να πάρει προνομιούχες μετοχές. Για την Εθνική αυτό συνεπάγεται αντιστροφή απομείωσης ύψους 251 εκατ. ευρώ, ενώ μικρότερο αλλά σημαντικό είναι το όφελος και για τη Eurobank.
Τρίτον, αμφότερες έχουν τη δυνατότητα να συνυπολογίσουν το πρόσθετο κεφαλαιακό μαξιλάρι από τη μετατροπή των προσωρινών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων σε οριστικές. Πρόκειται για κίνηση που ενισχύει τα εποπτικά κεφάλαια της Eurobank κατά 1,1 δισ. ευρώ και της Εθνικής κατά 700 εκατ. ευρώ χωρίς όμως να έχει λογιστικοποιηθεί το σύνολο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Η μεν Eurobank έχει υποβάλει προς έγκριση την εφαρμογή και στο Τ.Τ. της μεθόδου εσωτερικών συστημάτων διαβάθμισης (IRB) πιστωτικού κινδύνου για το χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων με υπόλοιπο χορηγήσεων 4,9 δισ. ευρώ.
Η δε Εθνική περιλαμβάνει στο σχέδιο κεφαλαιακής ενίσχυσης όφελος 349 εκατ. ευρώ από τη μείωση των δαπανών της στη τριετία 2014-16 από το πρόγραμμα εθελουσίας που εφάρμοσε τον περασμένο Δεκέμβριο.