Τι απαντά ο αναπληρωτής υπουργός
Μέγα ηθικό και πολιτικό ζήτημα φαίνεται ότι προκύπτει, μετά από δημοσίευμα της εφημερίδας Το Βήμα της Κυριακής, σύμφωνα με το οποίο ο αναπληρωτής υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Γιώργος Κατρούγκαλος «είχε υπογράψει εργολαβικά συμφωνητικά με υπαλλήλους που επαναπροσλαμβάνει στο Δημόσιο, οι οποίοι ήταν ή απολυμένοι ή σε διαθεσιμότητα».
Απατώντας στο δημοσίευμα, ο κ. Κατρούγκαλος ισχυρίζεται πως από πέρυσι τον Ιούνιο είχε προχωρήσει σε αναστολή της δικηγορικής του δραστηριότητας, ότι δεν ασχολείται έκτοτε με υποθέσεις επαναπρόσληψης υπαλλήλων και ότι αποχώρησε από την δικηγορική εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν.
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με όσα υποστηρίζει ηε φημερίδα, ο κ. Κατρούγκαλος «συνέχισε να υπογράφει ιδιωτικά συμφωνητικά μέχρι και τις 27 Ιανουαρίου του 2015, οπότε και ορκίστηκε αναπληρωτής υπουργός». Μάλιστα, το δημοσίευμα πληροφορεί ότι ο αναπληρωτής υπουργός «φρόντισε να διατηρήσει τα πλήρη δικαιώματα για τον εαυτό του, όπως προκύπτει από τα αντίστοιχα δικαιολογητικά».
Για υπονόμευση του κυβερνητικού έργου κάνει λόγο στην απάντησή του ο κ. Κατρούγκαλος, όσον αφορά τις προσπάθειές της για ουσιαστικές αλλαγές. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, υποστηρίζει ο κ. Κατρούγκαλος, το δημοσίευμα εμφανίστηκε μόλις το νομοσχέδιο του υπουργείου για τον εκδημοκρατισμό και τον εξορθολογισμό της διοίκησης τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση.
Ολόκληρη η ανακοίνωση Κατρούγκαλου
«Επ’ ευκαιρία δημοσιευμάτων που αναφέρονται στην δικηγορική μου δραστηριότητα σε υποθέσεις διαθέσιμων υπαλλήλων, θέλω να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μια για πάντα:
Η πολιτική και η δικηγορική μου δραστηριότητα είχαν πάντα κοινή κατεύθυνση, την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και του Συντάγματος. Χειρίστηκα πολλές «μνημονιακές» υποθέσεις την τελευταία πενταετία, τις πιο πολλές φορές χωρίς ή με ελάχιστη δικηγορική αμοιβή: τις ιδιωτικοποιήσεις των λιμανιών, τη ληστεία του PSI, τον παράνομο ορισμό της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ, τις πολιτικές επιστρατεύσεις των απεργών του Μετρό και άλλες πολλές, μεταξύ των οποίων και υποθέσεις διαθεσίμων.
Ελάχιστες φορές, ιδίως όταν η δίκη θα γινόταν στα πολιτικά δικαστήρια και θα ενέπλεκε και άλλους δικηγόρους (μια που η δική μου ειδίκευση είναι στο δημόσιοδίκαιο) συντάχθηκε εργολαβική σύμβαση που προέβλεπε αμοιβή σε περίπτωση δικαστικής ευδοκίμησης της υπόθεσης. Από καμιά όμως από τις υποθέσεις αυτές δεν προσδοκώ προσωπικά αμοιβή, διότι αυτά τα εργολαβικά έχουν ως δικαιούχο την δικηγορική εταιρία στην οποία ανήκα μέχρι τις Ευρωεκλογές. Μετά την εκλογή μου ως ευρωβουλευτή έφυγα από την εταιρία αυτή και έκτοτε δεν ανέλαβα καμιά παρόμοια υπόθεση ούτε, προφανώς, συνέταξα καμιά σχετική εργολαβική σύμβαση.
Περαιτέρω, για να μην υπάρχει ούτε σκιά ηθικής αμφιβολίας ως προς το ότι μπορεί να επιφύλασσα ιδιαίτερη μεταχείριση στους πρώην εντολείς μου διαθέσιμους υπαλλήλους, αμέσως μετά την ανάληψη των υπουργικών μου καθηκόντων κάλεσα σε ανοικτή εκδήλωση στο αμφιθέατρο του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης όλους τους διαθέσιμους ή απολυμένους, για να τους ανακοινώσω τον προγραμματισμό της επαναφοράς τους. Τους δήλωσα δε, ενώπιον και των δημοσιογράφων, ότι ακριβώς λόγω προηγούμενης δικηγορικής μου εμπλοκής επέλεξα την δημόσια, ανοικτή συζήτηση και δεν θα είχα προσωπικά καμιά ιδιαίτερη συνάντηση με οποιαδήποτεομάδα από αυτούς. Ούτε στο τηλέφωνο δεν μίλησα με τους πρώην εντολείς μου έκτοτε, με αποτέλεσμα αρκετοί από αυτούς που δεν καταλάβαιναν το λόγο να δυσαρεστηθούν. Αυτό το τήρησα ευλαβικά μέχρι και τη θέση σε διαβούλευση του σχετικού νομοσχεδίου.
Συνεπώς, η ανακίνηση του ζητήματος δεν είναι αθώα. Ούτε καν έχει σκοπό να πλήξει την προσωπική τιμή και υπόληψή μου. (Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Άλλωστε, αν με ενδιέφεραν τα χρήματα, θα είχα μείνει στις Βρυξέλες). Αποσκοπεί στο να υπονομεύσει την προσπάθεια της κυβέρνησης για ουσιαστικές αλλαγές, και για αυτό εκδηλώθηκε μόλις τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο του Υπουργείου μας για τον εκδημοκρατισμό και τον εξορθολογισμό της διοίκησης. Δεν θα τους περάσει».