Οι εκροές καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες αλλά και η επανεκκίνηση των συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας με αντικείμενο την υπογραφή μίας φορολογικής συμφωνίας απασχολούν τα σημερινά δημοσιεύματα του γερμανόφωνου Τύπου.
Στη δραστική απόσυρση καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες αναφέρεται σημερινή ανάρτηση στην ιστοσελίδα του περιοδικού Spiegel. Επικαλούμενο νέα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος, το Spiegel σημειώνει: «Μαζική έφοδος στις τράπεζες της Ελλάδας: νέα στοιχεία καταδεικνύουν πόσα χρήματα αποσύρθηκαν πριν από την παράταση του προγράμματος στήριξης το Φεβρουάριο. Οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά περισσότερο από 7,5 δισ. ευρώ».
Για το ζήτημα της επανεκκίνησης των συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας, η ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung σημειώνει σε σημερινό της δημοσίευμα ότι η Ελλάδα διεξάγει έρευνες για τον εντοπισμό αδήλωτων περιουσιακών στοιχείων. «Μετά από μια διακοπή πριν από ένα χρόνο η Ελλάδα και η Ελβετία ξανάρχισαν τις συνομιλίες τους με αντικείμενο την πάταξη φορολογικών αδικημάτων», γράφει η εφημερίδα της Ζυρίχης, αναφερόμενη στη χθεσινή συνάντηση του ελβετού υφυπουργού Ζακ ντε Βατεβίλ, αρμόδιου για τις Διεθνείς Οικονομικές Υποθέσεις, και του έλληνα υπουργού Επικρατείας Νίκου Παππά στην Αθήνα. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, «η Βέρνη διατύπωσε την προθυμία της να συνεργαστεί για την εξεύρεση μιας λύσης που θα διασφαλίζει τη φορολόγηση (σ.σ. ελληνικών καταθέσεων) και θα αποτρέπει την εκροή κεφαλαίων σε μη συνεργάσιμα χρηματοοικονομικά κέντρα».
Όπως επισημαίνει η εφημερίδα, «στατιστικά στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας καταδεικνύουν ότι τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία στην Ελβετία αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης». Υπογραμμίζεται επίσης ότι οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις έδωσαν ελάχιστη προσοχή στο ζήτημα. Τέλος διευκρινίζεται ότι «η Ελβετία δεν κάνει προς το παρόν δεκτή ως πηγή πληροφόρησης τη ‘Λίστα Λαγκάρντ’» με την αιτιολογία ότι αυτή συνιστά προϊόν κλοπής από τη θυγατρική τράπεζα της HSBC στη Γενεύη.
«Και μετά χτύπησε το τηλέφωνο στη Βέρνη», σημειώνει σε χαρακτηριστικό της τίτλο η Süddeutsche Zeitung, σχολιάζοντας την καθυστέρηση της Αθήνας να θέσει σε κίνηση το ζήτημα της φορολόγησης ελληνικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελβετία. Όπως παρατηρεί η εφημερίδα του Μονάχου, «η προσφορά από την Ελβετία είναι ήδη λίγο παλιά. Η ελβετή υπουργός Οικονομικών Εβελίν Βίντμερ-Σλουπφ είχε προτείνει το Φεβρουάριο του 2014 στον έλληνα ομόλογό της να αναζητήσει (σ.σ. η Ελβετία) μη φορολογημένα χρήματα ελλήνων πολιτών στην Ελβετία, να τα εντοπίσει και να τα εμβάσει στην Αθήνα». Όπως επισημαίνει η εφημερίδα, για μεγάλο διάστημα δεν συνέβη τίποτα. «Το μπαλάκι βρίσκεται στην ελληνική πλευρά, είχε δηλώσει εκπρόσωπος του ελβετικού υφυπουργείου Διεθνών Οικονομικών Υποθέσεων πριν από μία εβδομάδα», σημειώνοντας ότι η Αθήνα δεν έδωσε σημεία ζωής. «Ωστόσο, ξαφνικά όλα κινήθηκαν γρήγορα», σχολιάζει η SZ αναφερόμενη στην επανέναρξη των διμερών συνομιλιών και επισημαίνει: «Τα χρήματα των μη καταβεβλημένων φόρων θα χρησίμευαν πολύ στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Αν αναλογιστεί κανείς τις χρηματοδοτικές δυσκολίες της, η Ελλάδα άργησε πολύ να επικοινωνήσει με τη Βέρνη, λένε ορισμένοι επικριτές».
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, σε άλλο δημοσίευμα, στις οικονομικές της σελίδες, η εφημερίδα του Μονάχου σχολιάζει το οξύ πρόβλημα ρευστότητας της Ελλάδας. Όπως επισημαίνει μεταξύ άλλων, «στην Αθήνα τα χρήματα τελειώνουν. Και οι τράπεζες επιβιώνουν μόνο επειδή τους το επιτρέπει η ΕΚΤ. Πρόκειται η Ελλάδα να χρεοκοπήσει σύντομα;», διερωτάται η εφημερίδα, επισημαίνοντας ότι τα χρήματα επαρκούν για δύο εβδομάδες – μέχρι της οκτώ Απριλίου. «Ήδη μια μέρα αργότερα, στις 9 Απριλίου, η Ελλάδα ενδέχεται να χρεοκοπήσει», υπογραμμίζει το δημοσίευμα, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι «οι ελληνικές τράπεζες πλήττονται από την εκροή κεφαλαίων ύψους δισεκατομμυρίων».
H Berliner Zeitung εστιάζει στην επίδραση των μέτρων λιτότητας που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα στο πλαίσιο των προγραμμάτων στήριξης. Η εφημερίδα του Βερολίνου παραθέτει τα συμπεράσματα νέας μελέτης του Ινστιτούτου Μακροοικονομίας και Οικονομικών Μελετών IMK, που πρόσκειται στα συνδικάτα. Σύμφωνα με τη μελέτη, τα μέτρα που επιβλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια «ζημίωσαν σοβαρά τη χώρα. Η καταστροφική υποχώρηση της οικονομικής επίδοσης (σ.σ. ΑΕΠ) κατά 25% οφείλεται κατά κύριο λόγο στην πολιτική λιτότητας» σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΙΜΚ.
Σύμφωνα πάντα με την DW, η μελέτη επισημαίνει τις λανθασμένες εκτιμήσεις της επίδρασης των μέτρων λιτότητας, κάτι που παραδέχθηκε το 2013 το ΔΝΤ. «Το κόστος αυτού του λάθους ήταν γιγαντιαίο», σημειώνει το δημοσίευμα και υπογραμμίζει: «Αν η Ελλάδα δεν είχε εφαρμόσει μέτρα λιτότητας, η οικονομική επίδοση μεταξύ 2009 και 2014 θα είχε παραμείνει στάσιμη, υπολογίζει το IMK. Ως εκ τούτου, το ποσοστό του χρέους θα ήταν χαμηλότερο από ό,τι είναι σήμερα – μετά από τις προσπάθειες εφαρμογής μέτρων λιτότητας. (…) Το γεγονός ότι η Αθήνα εξαναγκάστηκε να λάβει μέτρα λιτότητας εν μέσω ύφεσης ‘κατέστησε δυσκολότερη την αποπληρωμή του ελληνικού κρατικού χρέους’, σημειώνει το IMK. Αυτό θα έπρεπε να βάλει σε σκέψεις τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης που ανησυχούν για τα χρήματα των φορολογουμένων τους στην Ελλάδα».