Σειρά δράσεων προωθεί η Εθνική Τράπεζα, στο πλαίσιο της στρατηγικής της για στήριξη του παραγωγικού δυναμικού.
Με αφορμή εμπεριστατωμένη μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής με θέμα «Ελαιόλαδο, Δημιουργώντας το Ελληνικό Brand», παρουσιάσθηκαν σε εκπροσώπους φορέων και εταιριών του κλάδου, δυνατότητες αντιμετώπισης των επιμέρους διαρθρωτικών προβλημάτων.
Η Πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας κυρία Λούκα Τ. Κατσέλη επεσήμανε ότι: « Η Εθνική Τράπεζα εγκαινιάζει μια νέα πρωτοβουλία: τη διασύνδεση της στοχευμένης έρευνας που εκπονεί – ξεκινώντας με το ελαιόλαδο – με τις ανάγκες του παραγωγικού και επιχειρηματικού κόσμου της χώρας, επιδιώκοντας να φέρει πιο κοντά τις δραστηριότητές της Τράπεζας στην πραγματική οικονομία. Επιδιώκει να ανοίξει έναν νέο, μόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο με τους παραγωγικούς και επιχειρηματικούς φορείς της χώρας, όπως τα Επιμελητήρια και οι Ενώσεις, ώστε μαζί να χτίσουμε και να κερδίσουμε το μεγάλο αναπτυξιακό στοίχημα που έχει η χώρα μας, που δεν είναι άλλο από τον μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης στην κατεύθυνση μιας εξωστρεφούς, δυναμικής οικονομίας.
Για την Εθνική Τράπεζα, ο πρωτογενής τομέας παραγωγής, και ιδίως ο αγροτοδιατροφικός τομέας, αναγνωρίζεται ως ένας σημαντικός πυλώνας της οικονομίας, και γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε τον εκσυγχρονισμό όλου του παραγωγικού – συναλλακτικού κυκλώματος».
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας κ. Λεων. Φραγκιαδάκης τόνισε ότι «Η Εθνική Τράπεζα, πιστή στον ρόλο που πάντα κατείχε στην Ελληνική οικονομία, συνεχίζει να είναι αρωγός της οικονομικής ανάπτυξης, στο πλευρό των αφοσιωμένων και ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.
Το μέγεθός μας, η ιστορία μας και το ευρύ φάσμα επαφών και υπηρεσιών μας, μας δίνουν την δυνατότητα να βλέπουμε σημαντικούς τομείς και προϊόντα πιο σφαιρικά και να σκεφτόμαστε ενεργά νέους τρόπους και ολοκληρωμένες ιδέες για να τους προωθούμε καλύτερα.
Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι τα τελευταία χρόνια, παρά τις μεγάλες οικονομικές προκλήσεις, ο πρωτογενής τομέας βρίσκει νέους τρόπους να προσεγγίσει την παγκόσμια αγορά. Θεωρούμε εξαιρετικά σημαντική την συνεχή ανανέωση και εξέλιξη του πρωτογενούς τομέα καθώς είναι ο μόνος τρόπος να παραμένει στο προσκήνιο μιας ανταγωνιστικής διεθνούς αγοράς. Όμως, μόνο με την συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων μπορεί να μεγιστοποιηθεί και να διευρυνθεί το παραγόμενο όφελος».
Ο Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος κ. Π. Μυλωνάς, παρουσίασε σφαιρικά τις αδυναμίες του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού, έναντι του ανταγωνισμού, στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, τη σημασία και την αναγκαιότητα συγχωνεύσεων και συνεργασιών.
Ακολουθούν τα βασικά στοιχεία της έρευνας «Ελαιόλαδο: Δημιουργώντας το Ελληνικό Brand», ενώ το πλήρες κείμενο της μελέτης μπορεί να αναζητηθεί στην ενότητα Κλαδικές Μελέτες.
Η διεθνής αγορά ελαιολάδου μεγεθύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια…
Η διεθνής ελαιοπαραγωγή έχει διπλασιαστεί την τελευταία 25ετία, προσεγγίζοντας τους 3 εκατ. τόνους την τελευταία πενταετία από 1,5 εκατ. τόνους στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Βασικές κινητήριες δυνάμεις της αλματώδους ανάπτυξης ήταν:
(i) η Ισπανία, η οποία διπλασιάζοντας την παραγωγή της καλύπτει πλέον άνω του 40% της παγκόσμιας παραγωγής από 30% το 1990, και
(ii) νέες χώρες-παραγωγοί (κυρίως Τουρκία, Τυνησία, Μαρόκο και Συρία), οι οποίες αύξησαν το μερίδιο τους στην παγκόσμια παραγωγή στο 35% το 2014 από 25% το 1990.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δύο λοιποί παραδοσιακοί παραγωγοί – Ιταλία και Ελλάδα – υπέστησαν συρρίκνωση των μεριδίων τους στην παραγωγή (από το 23% το 1990 στο 14% το 2014 για την Ιταλία, και από το 14% στο 11% αντίστοιχα για την Ελλάδα).
… με νέες αγορές να αναπτύσσονται δυναμικά
Η αυξημένη παραγωγή οδήγησε σε αντίστοιχη άνοδο τη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου, καθώς (i) η στροφή στη μεσογειακή διατροφή εντείνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και (ii) η ποσότητα που καταναλώνουν οι τρεις παραδοσιακοί παραγωγοί (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα) παρέμεινε σταθερή κοντά στους 1,3 εκατ. τόνους ετησίως. Συγκεκριμένα, οι ποσότητες του ελαιόλαδου που διακινούνται μέσω ροών διεθνούς εμπορίου σε καταναλωτές τρίτων χωρών προσέγγισαν τους 1,3 εκατ. τονους το 2014 από 0,2 εκατ. τόνους το 1990.
Ως βασικές χώρες προορισμού ξεχωρίζουν οι ΗΠΑ (15%), η Γαλλία (11%) και η Γερμανία (7%), ενώ παράλληλα εμφανίζονται νέες δυναμικές αγορές όπως η Ρωσία και η Κίνα. Κομβικό ρόλο στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου διαδραματίζει η Ιταλία, η οποία εκμεταλλευόμενη τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης των επιχειρήσεων της, εισάγει χύμα ελαιόλαδο (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) και το επανεξάγει τυποποιημένο. Συνολικά οι επανεξαγωγές καλύπτουν περίπου το 1/3 της διεθνούς αγοράς τυποποιημένου ελαιολάδου και αποφέρουν στην Ιταλία υπεραξία της τάξης των €1,3/κιλό (καθώς η Ελλάδα και η Ισπανία εξάγουν στην Ιταλία σε τιμές κοντά στα €2,2/κιλό, η οποία στη συνέχεια εξάγει σε τιμές της τάξης των €3,5/κιλό).
Διαρθρωτικές αδυναμίες δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του κλάδου στην Ελλάδα
Οι Έλληνες παραγωγοί δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη διεθνή δυναμική των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου να έχει περιοριστεί πλέον στο 4% από 6% τη δεκαετία του 1990. Οι αιτίες που δρουν περιοριστικά στη δυναμική του κλάδου στην Ελλάδα αφορούν κυρίως διαρθρωτικές αδυναμίες σε όλα τα στάδια παραγωγής (ελαιοπαραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση, διανομή – προώθηση):
Η κατακερματισμένη δομή του ελληνικού κλάδου ελαιοπαραγωγής τον συγκρατεί χαμηλότερα από τις δυνητικές του επιδόσεις (οδηγώντας σε υψηλό κόστος).
Στο στάδιο παραγωγής των ελαιοτριβείων, ο χαμηλός βαθμός τεχνολογικής εξέλιξης και κυρίως το υψηλό ποσοστό μικρών (και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικών) ελαιοτριβείων επιβαρύνουν το κόστος, αποτρέπουν τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας και δυσχεραίνουν τον έλεγχο της ποιότητας για την αποτελεσματική προώθηση premium προϊόντων.
Όσον αφορά τα επόμενα στάδια παραγωγής, τονίζουμε ότι μόλις το 27% της συνολικής παραγωγής ελαιολάδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης στην Ελλάδα, με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι της τάξης του 50% για την Ισπανία και 80% για την Ιταλία. Λόγω του χαμηλού όγκου τυποποιημένου προϊόντος, οι ελληνικές εταιρείες τυποποίησης δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τις ιταλικές και ισπανικές πολυεθνικές του κλάδου όσον αφορά την αποτελεσματική προώθηση αναγνωρίσιμων brands.