Βολές κατά της κυβέρνησης και τον τρόπο με τον οποίο παραιτήθηκε από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αφήνει η κ. Αναστασία Σακελλαρίου σε συνέντευξή της στην «Καθημερινή», ενώ αποκαλύπτει ότι το περασμένο καλοκαίρι είχε εισηγηθεί την άμεση ιδιωτικοποίηση των τραπεζών.
«Ουσιαστικά η κυβέρνηση ζήτησε την παραίτησή μου μετά την πρόταση της εισαγγελέως για την παραπομπή μου σε δίκη λόγω της υπόθεσης του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ΤΤ 0,00%. Φυσικά αμέσως υπέβαλα παραίτηση, παρά το γεγονός ότι το καταστατικό του Ταμείου προβλέπει πλήρη ανεξαρτησία της διοίκησης από πολιτικές παρεμβάσεις, ενώ αντικατάσταση στελεχών γίνεται μόνο σε περίπτωση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων», υποστηρίζει.
Οπως σημειώνει «η επιτροπή στην οποία μετείχα εξέτασε δύο επιχειρηματικά δάνεια που είχαν δοθεί από την προηγούμενη διοίκηση και τα οποία βρίσκονταν σε καθυστέρηση –όπως πολλά άλλα λόγω της οικονομικής κρίσης– και εισηγήθηκε την αλλαγή των όρων, δηλαδή την αναδιάρθρωσή τους. Η εισηγητική επιτροπή στην οποία μετείχα πρότεινε την αναδιάρθρωση των επίμαχων δανείων, κρίνοντας ότι έτσι αυξάνονται οι πιθανότητες να ανακτήσει η τράπεζα μέρος των κεφαλαίων της. Ενήργησα απόλυτα νόμιμα και ορθά, σύμφωνα με τη συνήθη τραπεζική πρακτική, εξασφαλίζοντας καλύτερα τα συμφέροντα της τράπεζας«.
Για τις τράπεζες υποστηρίζει ότι «η παρατεταμένη αβεβαιότητα και η αδυναμία επίτευξης μιας συμφωνίας με τους εταίρους είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγάλη φυγή καταθέσεων και την αύξηση των αποκαλούμενων «κόκκινων» δανείων.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι ζωτικής σημασίας ζήτημα για τις τράπεζες, καθώς συνδέεται με την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Περιμένω με ενδιαφέρον να δω ποια θα είναι η προσέγγιση της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση και την αναδιάρθρωση των «κόκκινων» δανείων και αναρωτιέμαι τι μήνυμα μεταδίδει η παραπομπή μου σε δίκη –εφόσον τελικά γίνει, καθώς αυτό θα αποφασιστεί οριστικά από το Συμβούλιο Εφετών– σε όσα τραπεζικά στελέχη είναι επιφορτισμένα με αναδιαρθρώσεις «κόκκινων» δανείων προσπαθώντας να δώσουν λύσεις σε προβλήματα που είτε δημιουργήθηκαν από την κρίση είτε από αποφάσεις άλλων».
Παρακολουθώντας την πορεία των τραπεζικών μετοχών διαπιστώνει πως «η αξία των μετοχών των τραπεζών που είχε το ΤΧΣ στο χαρτοφυλάκιό του τον Μάρτιο του 2014 ήταν 25 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου όσα κεφάλαια είχαμε τοποθετήσει για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Σήμερα η αξία των μετοχών είναι περίπου 8 δισ. ευρώ, παρά το γεγονός ότι την περασμένη άνοιξη ενισχύθηκαν, μέσω αυξήσεων κεφαλαίων τις οποίες κάλυψαν ιδιώτες επενδυτές, με κεφάλαια ύψους 8 δισ. ευρώ.
Είχα εισηγηθεί κατ’ επανάληψη να προχωρήσουμε τότε στην επαναγορά των warrants και στην πώληση των μετοχών των τραπεζών σε ιδιώτες. Αν είχε γίνει αυτό θα είχαμε ανακτήσει μεγάλο μέρος των κεφαλαίων που είχαμε τοποθετήσει στις τράπεζες μέσω της ανακεφαλαιοποίησης. Παράλληλα, η επιστροφή των τραπεζών σε αμιγώς ιδιωτικά χέρια θα είχε πολλαπλασιαστική θετική επίδραση στην οικονομία. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε. Σήμερα οι μετοχές των τραπεζών βρίσκονται σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από τις τιμές με τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ανακεφαλαιοποίηση, τόσο το καλοκαίρι του 2013 όσο και την άνοιξη του 2014. Οι τράπεζες, για να επιστρέψουν σε ιδιωτικά χέρια, θα πρέπει η οικονομία να ξεφύγει οριστικά από τον φαύλο κύκλο της αβεβαιότητας, να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και η χώρα να επανέλθει σε ανοδική τροχιά».