Βολές κατά του αναπληρωτή υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Γιάννη Πανούση, εξαπέλυσε η πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, με αφορμή το θέμα που δημιουργήθηκε με την υπόθεση του ένστολου αστυνομικού που φέρεται να του ζητήθηκε ταυτότητα προκειμένου να εισέλθει στο κτήριο της Βουλής.
Σε ανακοίνωσή της, η πρόεδρος της Βουλής αναφερόμενη στα ρεπορτάζ, καταγγελίες, διαρροές που αποδίδονται σε «κύκλους της Προέδρου» ή «κύκλους της ασφάλειας της Βουλής», ανέφερε:
– Η Πρόεδρος της Βουλής και η Βουλή δεν ομιλούν μέσω «κύκλων»
– Μοναδική αρμόδια αστυνομική δύναμη για την ασφάλεια της Βουλής είναι η Φρουρά της Βουλής.
– Η οπλοφορία οιουδήποτε προσώπου εντός του χώρου της Βουλής, πέραν των εχόντων άδεια μελών της Φρουράς, απαγορεύεται
– Η είσοδος προσώπων στο χώρο της Βουλής πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες για την Ασφάλεια και δεν εξαιρείται της εφαρμογής των κανόνων αυτών ούτε το αστυνομικό προσωπικό
– Πρόσωπα που διεκδικούν να εισέρχονται στο χώρο της Βουλής χωρίς έλεγχο ταυτότητας και οπλοφορώντας προδήλως διεκδικούν την παραβίαση των κανόνων ασφαλείας της Βουλής. Αστυνομικοί οι οποίοι διεκδικούν να εισέρχονται στο χώρο της Βουλής ανά δυάδες ή και τετράδες οπλοφορώντας και χωρίς να υποβάλλονται σε έλεγχο ταυτότητας γνωρίζουν ότι διεκδικούν την παραβίαση των κανόνων ασφαλείας της Βουλής.
«Με αυτά τα δεδομένα, τα οποία είναι γνωστά και συνομολογημένα από το αρμόδιο Υπουργείο σε σχέση με τις δυνάμεις που υπάγονται στην ευθύνη του, προξενεί κατάπληξη το γεγονός ότι, για πολλοστή φορά, υποδαυλίζεται με δηλώσεις του αρμοδίου Αν. Υπουργού, η εκ μέρους Αστυνομικών Δυνάμεων αμφισβήτηση των κανόνων ασφαλείας της Βουλής ή της αρμοδιότητας της Φρουράς της Βουλής και τροφοδοτείται αντιπαράθεση της Αστυνομίας προς το Κοινοβούλιο ή και διαρκείς επιθέσεις προς την Πρόεδρό του.
Η δήλωση “ο ένας θεσμός πρέπει να σέβεται τον άλλον”, που έγινε από τον Αν. Υπουργό που προΐσταται των Αστυνομικών Δυνάμεων αφ’ ενός υποβαθμίζει το Κοινοβούλιο, που αποτελεί πυλώνα της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και μία εκ των τριών ανεξάρτητων λειτουργιών της Δημοκρατίας, αφ’ ετέρου αναβιβάζει τις αστυνομικές δυνάμεις σε ισότιμο θεσμό με τη Βουλή και εκ τρίτου, δυστυχώς, μεταφράζεται στην πράξη αλλά και μέσω της εξειδίκευσής της ως πλήρης άρνησης σεβασμού στη λειτουργία του Κοινοβουλίου, στο οποίο οι αστυνομικές δυνάμεις διεκδικούν να έχουν “ελευθέρας” χωρίς κανέναν έλεγχο και ενοχλούνται από το γεγονός ότι σε αυτήν την περίοδο έχει εφαρμοσθεί ο νόμος ως προς όλους.
Επειδή οι καιροί είναι πονηροί και ουδείς δικαιούται να παριστάνει τον ανυποψίαστο καλό θα ήταν ο καθένας να περιορίζεται και να υπηρετεί τον θεσμικό του ρόλο στη Δημοκρατία και να μην μετατρέπεται σε αυτόκλητο αναμορφωτή του πολιτεύματος.»