«Πιο οργισμένος από ποτέ ο Τσίπρας» – «Οι δάσκαλοι» πιστωτές πέταξαν το γραπτό του Τσίπρα στα μούτρα του»
Στο ελληνικό ζήτημα και την χθεσινή αποτυχία να έρθει η χώρα σε μια κοινώς αποδεκτή συμφωνία με τους δανειστές της εστιάζει ο γερμανικός (και όχι μόνο) Τύπος.
«Η διαμάχη για την Ελλάδα βαραίνει τη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε.» είναι ο τίτλος της εφημερίδας Die Welt, η οποία επισημαίνει ότι πριν τη συνάντηση των 28 ηγετών, οι Ευρωπαίοι θα προσπαθήσουν με κάθε μέσο να βρουν λύση στην επικίνδυνη κρίση.
Σύμφωνα με διπλωμάτες, κατά τη χθεσινή συνάντησή του με τους επικεφαλής των θεσμών ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε επιμήκυνση των χρεών της Ελλάδας προς τον ΕΜΣ, κάτι που οι πιστωτές αρνήθηκαν.
Η Die Zeit σημειώνει ότι «οι νυχτερινές διαβουλεύσεις ολοκληρώθηκαν χωρίς πρόοδο», ενώ προσθέτει ότι παρότι οι συζητήσεις διήρκεσαν ως αργά το βράδυ δεν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα. Όμως, προσθέτει η εφημερίδα, οι υπουργοί Οικονομικών χρειάζονται μια βάση για συμφωνία ως σήμερα το μεσημέρι.
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung γράφει ότι μένουν λίγες ώρες για να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της και προσθέτει ότι δεν έγιναν γνωστά επισήμως τα αποτελέσματα των χθεσινών συναντήσεων. Παρόλα αυτά από κύκλους της ελληνικής κυβέρνησης έγινε γνωστό ότι η Αθήνα μένει σταθερή στις θέσεις της.
Πάντως η FAZ εξηγεί ότι ήδη από χθες το απόγευμα, πριν τη σύνοδο του Eurogroup, είχε διαφανεί ότι θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία καθώς οι θεσμοί είχαν ζητήσει από την Αθήνα να προχωρήσει σε βελτιώσεις στις προτάσεις της, κάτι που η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε.
Σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αντιμετώπισε πιο επικριτικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τις προτάσεις της Ελλάδας.
«Η βασανιστική αναζήτηση για έναν συμβιβασμό», τιτλοφορείται η Handelsblatt, η οποία επισημαίνει ότι προφανώς ο Τσίπρας σχεδιάζει συνομιλίες σε επίπεδο ηγετών κρατών. Παρόλα αυτά, συνεχίζει, ο χρόνος για την εξεύρεση λύσης είναι λίγος.
Το οικονομικό περιοδικό Wirtschaftswoche σημειώνει ότι ο αν και δεν επετεύχθη συμφωνία χθες, οι πολίτες στην Ελλάδα παραμένουν εκπληκτικά ήρεμοι.
Η γερμανική κυβέρνηση στην περίπτωση της διαμάχης για την κρίση στην Ελλάδα ξεχνά την ίδια της την ιστορία, επισημαίνει η Suddeutsche Zeitung σε άρθρο στην ιστοσελίδα της, με τίτλο «Η Γερμανία ξεχνά την ιστορική της ευθύνη».
Το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας κατέστη δυνατό μόνο επειδή άλλες χώρες διέγραψαν τα χρέη της, αναφέρει χαρακτηριστικά η γερμανική εφημερίδα.
Τους προηγούμενους μήνες η γερμανική κυβέρνηση, και κυρίως ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έχουν ξεκαθαρίσει επανειλημμένα ότι θεωρούν τις οικονομικές απαιτήσεις της ελληνικής κυβέρνησης παράλογες. Πώς μπορεί η Αθήνα να ζητεί «κούρεμα» του χρέους της; Η Γερμανία δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο, υπογραμμίζει ο Σόιμπλε. Δεν τίθεται θέμα, ξεκαθαρίζει και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ.
Και οι αποζημιώσεις για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι ναζί στα ελληνικά χωριά στη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου; Ούτε αυτές θα δοθούν. Το θέμα έχει κλείσει πολιτικά και νομικά, ξεκαθάρισε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ.
Η Μέρκελ, ο Σόιμπλε και ο Σταϊνμάγερ, επισημαίνει η Suddeutsche Zeitung, συμπεριφέρνονται σαν οι διαπραγματεύσεις για την Ελλάδα να αφορούν μόνο χρήματα, μόνο το παρόν, μόνο το ζήτημα πόσο υψηλός πρέπει να είναι ο ΦΠΑ στα ελληνικά ξενοδοχεία. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ένα άλλο, μεγαλύτερο ζήτημα, και εδώ η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει χτυπήσει το σωστό νεύρο. Σε αυτή τη διαμάχη, όπως και συχνά σε άλλα ευρωπαϊκά ζητήματα, πρόκειται και για την ιστορική ευθύνη της Γερμανίας απέναντι στην Ευρώπη.
Αυτή η ευθύνη προέρχεται από το Ολοκαύτωμα και τα εγκλήματα των ναζί, αλλά και από το γεγονός ότι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου πήγαν πολύ πολύ μακριά για να βοηθήσουν τη νεαρή Γερμανική Δημοκρατία. Και κυρίως το 1953 όταν αποφασίστηκε στο Λονδίνο η διαγραφή μεγάλου μέρους του γερμανικού χρέους.
Αμερικανοί, Βρετανοί και Γάλλοι ήταν πεπεισμένοι ότι χωρίς μια διαγραφή του χρέους της η Γερμανία δεν θα μπορούσε να ξανασταθεί οικονομικά στα πόδια της, ένα επιχείρημα το οποίο ισχύει και για την περίπτωση της Ελλάδας, σημειώνει η Suddeutsche Zeitung.
Η Μέρκελ και ο Σόιμπλε (αλλά και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες) το έχουν αποκλείσει τους τελευταίους μήνες. Όμως, χωρίς τη διαγραφή του χρέους του 1953 δεν θα είχε υπάρξει το γερμανικό οικονομικό θαύμα και η έκρηξη των εξαγωγών τις δεκαετίες του 1950 και 1960, παρατηρεί η εφημερίδα.
Το 1953 αποφασίστηκε και κάτι ακόμη: Το ερώτημα αν η Γερμανία οφείλει πολεμικές αποζημιώσεις θα έμενε στην άκρη μέχρι να υπογραφεί επισήμως ειρηνευτική συνθήκη. Αυτή η συνθήκη δεν υπάρχει ακόμη και σήμερα, ενώ με τη Συνθήκη Δύο Συν Τέσσερα, η οποία οδήγησε στην επανένωση της Γερμανίας πριν 25 χρόνια, το θέμα αποσιωπήθηκε συνειδητά.
Όταν σήμερα η Γερμανία λέει ότι δεν υπάρχει νομική βάση στο αίτημα της Ελλάδας για πολεμικές αποζημιώσεις βασίζεται πρώτον στη Συνθήκη Δύο Συν Τέσσερα και δεύτερον στη διαγραφή του χρέους του 1953.
Νομικά λοιπόν, εξηγεί η εφημερίδα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η σκληρή στάση της γερμανικής κυβέρνησης δεν είναι πλέον πειστική: ούτε για τις επανορθώσεις, ούτε για το «κούρεμα» του χρέους. Αντίθετα, προσθέτει η Suddeutsche Zeitung, η Μέρκελ και ο Σόιμπλε θα πρέπει αυτές τις ημέρες να θυμηθούν τη στάση των πιστωτών της Γερμανίας πριν από 62 χρόνια.
Ο Γερμανός τραπεζίτης Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς, που εκπροσωπούσε τη γερμανική κυβέρνηση, είχε δηλώσει μετά τη Συμφωνία του Λονδίνου: «Με τη διευθέτηση του χρέους της η γερμανική κυβέρνηση κέρδισε όχι μόνο την οικονομική της αξιοπιστία, αλλά ο κόσμος άρχισε να εμπιστεύεται ξανά τη χώρα αυτή».
«Πιο οργισμένος από ποτέ ο Τσίπρας»
Σε τεντωμένο σχοινί βρίσκονται οι σχέσεις δανειστών και κυβέρνησης. Δημοσίευμα της γερμανικής Die Welt περιγράφει την έντονη ενόχληση Ντράγκι, Λαγκάρντ, Γιούνκερ με την ελληνική κυβέρνηση. «Κανείς ωστόσο δεν ήρθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την οργή του Τσίπρα», αναφέρει το άρθρο.
«Ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να φέρει τη διαπραγμάτευση και πάλι στο γήπεδο της συνόδου των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, μεταδόθηκε στο Eurogroup, με συνέπεια να ενοχληθούν οι υπουργοί Οικονομικών», σχολιάζει το δημοσίευμα.
Δεν είναι περίεργο αυτό, σημειώνει η Welt, καθώς οι υπουργοί Οικονομικών ταξίδεψαν χθες στις Βρυξέλλες, για δεύτερη φορά αυτή την εβδομάδα, και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Όπως και τη Δευτέρα, δεν μπόρεσαν να επιτύχουν μία συμφωνία που να υποβάλουν στη συνέχεια στη σύνοδο κορυφής.
Τώρα, το Eurogroup πρόκειται να συνεδριάσει πάλι το μεσημέρι (στις 14.00 ώρα Ελλάδος). Το ερώτημα, προσθέτει το δημοσίευμα, είναι αν θα είναι αυτή επιτυχής, καθώς η ελληνική κυβέρνηση ποντάρει προφανώς στο ότι μπορεί να αποσπάσει περισσότερα κέρδη στη διαπραγμάτευση σε επίπεδο αρχηγών κρατών και πρωθυπουργών.
«Ο Τσίπρας προτιμά να διαπραγματευθεί με τη Μέρκελ παρά με τον Σόιμπλε», σημειώνει η Welt, προσθέτοντας: «Κυρίως, όμως, θέλει να προσπαθεί πάντοτε να απορρίψει τα άμεσα μέτρα – τα λεγόμενα προαπαιτούμενα – που ζητούν οι δανειστές.
FT: O Aλέξης Τσίπρας απέτυχε
«O Aλέξης Τσίπρας απέτυχε. Η ήδη δύσκολη θέση της Ελλάδας έγινε δυσμενέστερη, καθώς η χώρα βρέθηκε πιο απομονωμένη από ποτέ και το πανευρωπαϊκό μέτωπο κατά της λιτότητας που είχε υποσχεθεί στις τελευταίες εκλογές δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Πέντε μήνες διαπραγματεύσεων δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα που να ανταποκρίνεται στην ριζοσπαστική ρητορική που έφεραν αυτόν και το κόμμα του στην εξουσία», γράφουν σε δημοσίευμά τους οι FT, το οποίο μεταφράζει το euro2day.
«Αλλά η αποτυχία δεν οφείλεται μόνο στον Έλληνα πρωθυπουργό. Οι προκάτοχοί του απέτυχαν επίσης, παραλείποντας ο καθένας όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση να πει στους ψηφοφόρους την αλήθεια.
Συγκρίνοντας την ύφεση της Ελλάδας με τις τύχες της Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας από την εποχή της έναρξης της κρίσης πριν πέντε χρόνια, αυτό που «συμπεραίνεται» είναι η σταθερή προτίμηση των Ελλήνων πολιτικών να βάζουν μπροστά το βραχυπρόθεσμο κομματικό κέρδος από το συμφέρον της χώρας.
Αλλά καθώς οι λεπτομέρειες από την προτεινόμενη συμφωνία έρχονται στην επιφάνεια, είναι φανερό ότι η αποτυχία είναι μεγαλύτερη και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Η πολιτική της λιτότητας που εφαρμόστηκε στη χώρα από τους πιστωτές της, όπως αναγνώρισε το 2013 ο Ολιβιέρ Μπλάνσαντ του ΔΝΤ, έκανε την ύφεση μακρύτερη και βαθύτερη.
Τώρα η κρίση θα ενταθεί. Παρά τις όποιες διαφορές μεταξύ του ΔΝΤ και της Κομισιόν, είναι φανερό ότι η τακτική του κ. Τσίπρα ένωσε τους συνομιλητές του, και τους ένωσε στην απόφαση να οδηγήσουν την Ελλάδα στον ίδιο καταστροφικό δρόμο, όπως πριν.
Η επιμονή τους να αγνοείται η υψηλή ανεργία, αποτυπώνει την σχεδόν απόλυτη κατάρρευση της εμπιστοσύνης εξαιτίας του τρόπου που τους συμπεριφέρθηκε τους προηγούμενους πέντε μήνες η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Επίσης αποτυπώνει την βαθύτερη ανυπομονησία τους (και από πλευράς των ψηφοφόρων τους) για την λήξη της ατελείωτης περιπέτειας της ελληνικής κρίσης αλλά και την κατανοητή αμφιβολία τους για το πότε κάποια συμφωνία που υπογράφεται θα εφαρμοστεί σοβαρά.
Με τις ελληνικές τράπεζες να βρίσκονται σε… τεχνιτή υποστήριξη, τα γεγονότα οδηγούν σε λύση, όχι με τον τρόπο που θα έλπιζε η ελληνική πλευρά.
Ο κ. Τσίπρας ακόμα ισχυρίζεται ότι παραμένει αισιόδοξος αλλά η δύναμη του πάνω στο κόμμα του δεν είναι πολύ ισχυρή: Μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ οι λεπτομέρειες του πακέτου των πιστωτών έγιναν δεχτές με απογοήτευση- και όχι μόνο από τους ριζοσπάστες του κόμματος.
Πέρα από αυτό υπάρχει βαθιά και δικαιολογημένη ανησυχία για την μικρή έκταση που καταλαμβάνουν στο νέο ελληνικό σχέδιο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχει πραγματικά ανάγκη η οικονομία.
Ο χρόνος κάποτε ήταν με την ελληνική πλευρά. Αλλά η κυβέρνηση τον σπατάλησε και τώρα αντιμετωπίζει μια επείγουσα κατάσταση.
Η τελευταία ελπίδα του Αλέξη Τσίπρα ήταν η γεωπολιτική κατάσταση. Να εκμεταλλευτεί τους φόβους της δύσης να μην οδηγηθεί η Ελλάδα μαζί με κομμάτι των Βαλκανίων στην τροχιά του Πούτιν.
Αλλά και αυτοί οι φόβοι έχουν τα όριά τους. Δεν θα ταρακουνήσουν τους ψηφοφόρους στη Γερμανία ή αλλού αν και θα κρατούν το Μπάρακ Ομπάμα και την Αγκέλα ξύπνιους τα βράδια.
Και δεν πρόκειται (αυτοί οι φόβοι) να ταρακουνήσουν το ΔΝΤ.
Οι πιθανότητες δυστυχώς πρέπει τώρα να βρίσκονται από την πλευρά του Grexit. Aυτό θα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα και κοστοβόρο για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Υπάρχει μια εναλλακτική αλλά σχετίζεται με την πιθανότητα ο πρωθυπουργός να επιλέξει τις επόμενες ημέρες την πατρίδα από το κόμμα. Μπορεί ο Τσίπρας να μεταλλαχθεί από έναν ριζοσπάστη μαθητή σε έναν πολιτικό άνδρα;
Τα σημάδια είναι δυσοίωνα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να πραγματοποιηθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα βρίσκονται σε μια ρευστή κατάσταση. Η αντίδραση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για το πακέτο μέτρων είναι πραγματική αλλά οι κεντρώοι ψηφοφόροι στην Ελλάδα τάσσονται υπέρ της παραμονής στο ευρώ.
Το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που κυριάρχησε στην αριστερά μετά τη Χούντα βυθίζεται στην ανυπαρξία, αφήνοντας χώρο στον Τσίπρα.
Παρ΄όλ΄ αυτά ο Τσίπρας παραμένει δημοφιλής στην Ελλάδα.
Αν μπορεί να παρουσιάσει την ήττα ως νίκη, να παρουσιάσει μια συμφωνία με τους δανειστές ως δική του και να διενεργήσει εκλογές με μια κεντροαριστερή πλατφόρμα κάποια στιγμή το φθινόπωρο με την πραγματική προοπτική μιας ελάφρυνσης χρέους, μπορεί να τα καταφέρει. Οι βουλευτές στο κόμμα του που ελπίζουν να χτίσουν τον σοσιαλισμό μέσω μιας επιστροφής στην δραχμή θα παραγκωνιστούν και η Ελλάδα μπορεί να είναι σε θέση να παραμείνει στην ευρωζώνη, όπως φαίνεται να θέλει ο κόσμος με βάση τις δημοσκοπήσεις.
Αυτό θα προσέφερε στον ελληνικό λαό μια ανακούφιση που τόσο πολύ την έχει ανάγκη μετά την ψυχολογική ταλαιπωρία μιας κρίσης δίχως τέλος και θα προσέφερε χρόνο για την σταθεροποίηση και την ενίσχυση των φθαρμένων πολιτικών θεσμών».
The Guardian: Οι «δάσκαλοι» πιστωτές πέταξαν το «γραπτό» του Τσίπρα στα μούτρα του
Οι διορθώσεις με κόκκινο χρώμα στο έγγραφο των ελληνικών προτάσεων λένε τη δική τους ιστορία. Οι δανειστές έριξαν μια ματιά στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που υπέβαλε ο Αλέξης Τσίπρας και τις απέρριψαν, αντιμετωπίζοντας τον Έλληνα Πρωθυπουργό όπως ένας δάσκαλος θα φερόταν σε έναν αργόστροφο μαθητή.
Τα παραπάνω επισημαίνει σε άρθρο του o Larry Elliot της βρετανικής The Guardian, τονίζοντας το μήνυμα που ήθελαν να στείλουν οι δανειστές στέλνοντας πίσω το αναθεωρημένο κείμενο στους Έλληνες ήταν απλό: Το γραπτό σας είναι απαράδεκτο, ξαναγράψτε το.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, αυτή η ενέργεια των Ευρωπαίων δυσκολεύει κατά πολύ τη ζωή του Αλέξη Τσίπρα, που έκανε σημαντικές υποχωρήσεις πιστεύοντας πως θα ήταν αρκετές για να ικανοποιήσουν την άλλη πλευρά.
«Η Αθήνα δεν θα έπρεπε να νιώθει έκπληξη για τον τρόπο που αντέδρασαν οι δανειστές, δεδομένου ότι το ΔΝΤ πιστεύει ότι οι μεταρρυθμίσεις της οικονομίας της χώρας πρέπει να περιλαμβάνουν κατά 80% μέτρα για μειώσεις δαπανών και μόλις κατά 20% μέτρα για φόρους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Elliot. Προσθέτει μάλιστα ότι το έγγραφο του Τσίπρα κινούνταν σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση, με το 92% των μέτρων να αφορούν σε φόρους.
Όπως επισημαίνει ο δημοσιογράφος, ακόμη και αν το Κράτος κατάφερνε να συλλέξει όλους τους φόρους, πράγμα μάλλον αδύνατο, το ΔΝΤ πιστεύει ότι οι πρόσθετες επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις θα αποτελούσαν εμπόδιο για την ανάπτυξη.
Ο Ολιβιέ Μπλανσάρντ, επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ, είχε δηλώσει πρόσφατα ότι οι δανειστές αρχίζουν να αποδέχονται ότι η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 3% είναι ανέφικτη για την Ελλάδα και ότι ένα ποσοστό κοντά στο 1% είναι πιο ρεαλιστικό. Είχε επισημάνει ωστόσο ότι ακόμα και αυτό προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις στον ΦΠΑ και τις συντάξεις.
Τονίζοντας ότι οι συντάξεις είναι καίριο κομμάτι της διαπραγμάτευσης, αφού οι δαπάνες τους φτάνουν στο 16% του ΑΕΠ, ο Μπλανσάρντ εξηγούσε τότε ότι απαιτούνται μειώσεις στο 1% του ΑΕΠ (από αυτό το 16%).
«Παραμένουμε ανοιχτοί σε ισοδύναμα μέτρα, αρκεί όμως να έχουν δημοσιονομικό κέρδος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο επιφανής οικονομολόγος παρά το γεγονός ότι, όπως επισήμανε η Αθήνα, ούτε τα νούμερα του ΔΝΤ βγάζουν νόημα χωρίς σημαντική ελάφρυνση του χρέους.
«Η ελάφρυνση του χρέους θα συνέβαλε στο να επιτευχθεί το ακατόρθωτο. Θα περιόριζε την ανάγκη για λιτότητα και θα ήταν η λιγότερο τοξική λύση από πολιτικής άποψης για την Ελλάδα. Το ΔΝΤ το γνωρίζει γι’ αυτό και πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση», υπογραμμίζει ο Elliot.
«Το πρόβλημα είναι ότι οι εταίροι της Ελλάδας είναι απολύτως αρνητικοί σε αυτήν τη λύση, καθώς θεωρούν ότι θα επιβάρυνε τους δικούς τους φορολογούμενους, ενισχύοντας τα κόμματα στην Ισπανία και την Πορτογαλία που τάσσονται κατά της λιτότητας» προσθέτει ο αρθρογράφος, καταλήγοντας ότι αυτή η στάση αφήνει στον Τσίπρα μόνο δύο επιλογές: Άνευ όρων παράδοση ή αποχώρηση.