Σε αναστολή της λειτουργίας των τραπεζών για μια εβδομάδα και ελέγχους στους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων υποχρεώθηκε να προχωρήσει η κυβέρνηση, μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το απόγευμα της Κυριακής, να μην αυξήσει τη ρευστότητα που παρέχει στις Τράπεζες μέσω του ELA, παρά το γεγονός ότι το Σαββατοκύριακο υπήρξαν σημαντικές εκροές καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.
Στη μαραθώνια συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, που ξεκίνησε το απόγευμα της Κυριακής και ολοκληρώθηκε τα ξημερώματα της Δευτέρας εγκρίθηκε η επιβολή των ελέγχων και εξετάστηκαν οι δυνατότητες της ελληνικής πλευράς να αντιμετωπίσει την πίεση των δανειστών, που σκοπό έχει, όπως εκτιμούν κυβερνητικές πηγές, να δημιουργήσει συνθήκες πανικού στη χώρα και αν είναι δυνατόν να ακυρώσει το δημοψήφισμα.
Την λήψη των μέτρων για την προστασία των συναλλαγών, την ανακοίνωσε στους πολίτες λίγο μετά τις οκτώ το βράδυ της Κυριακής σε τηλεοπτικό μήνυμά του προς το λαό ο ίδιος ο Πρωθυπουργός κ. Αλ. Τσίπρας, ο οποίος καταλόγισε την ευθύνη για τις εξελίξεις στην απόφαση του Eurogroup, να μην εγκρίνει το αίτημα της κυβέρνησης για ολιγοήμερη παράταση του προγράμματος ώστε να μπορέσει να διεξαχθεί το δημοψήφισμα χωρίς πίεση.
Αυτό, όπως είπε ο κ. Τσίπρας, «αποτελεί μια πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα πράξη αμφισβήτησης του δικαιώματος ενός κυρίαρχου λαού στη δημοκρατική επιλογή και στο ύψιστο και ιερό δικαίωμα έκφρασης γνώμης».
Ο πρωθυπουργός υποστήριξε, ότι αυτή η απόφαση των δανειστών, την οποία χαρακτήρισε «ντροπή για την Ευρώπη» δεν έχει κανέναν άλλο στόχο «από το να εκβιάσει τη βούληση του ελληνικού λαού και να παρεμποδίσει την ομαλή δημοκρατική διαδικασία του δημοψηφίσματος» και τόνισε ότι ο εκβιασμός δεν θα περάσει, αφού «θα πεισμώσουν ακόμη περισσότερο τον ελληνικό λαό στην επιλογή του να απορρίψει τις απαράδεκτες μνημονιακές προτάσεις και τα τελεσίγραφα των δανειστών».
Ανακοίνωσε επίσης ότι έστειλε εκ νέου «αίτημα σύντομης παράτασης, αυτή τη φορά στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και στους 18 αρχηγούς των κρατών της Ευρωζώνης, καθώς και στους επικεφαλής της ΕΚΤ, της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», ενώ ζήτησε από τους πολίτες «ψυχραιμία και αποφασιστικότητα».
Κυβερνητικές πηγές έλεγαν μετά το πέρας της συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου, ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει με το δημοψήφισμα, αψηφώντας την πίεση των δανειστών.
Σε ότι αφορά τα μέτρα, στα οποία υποχρεώθηκε να προσφύγει η κυβέρνηση, οι ίδιες πηγές έλεγαν ότι οι περιορισμοί στις συναλλαγές θα ισχύσουν για λίγες μόνον μέρες.
Όπως έλεγαν στελέχη της κυβέρνησης μετά το υπουργικό συμβούλιο, το αίτημα του πρωθυπουργού για ολιγοήμερη παράταση αποτελεί μια τελευταία προσπάθεια για επανεκκίνηση της διαπραγμάτευσης και εκτόνωση της κατάστασης.
Οι διεργασίες που γίνονται για το θέμα αυτό όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στις Βρυξέλλες και τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι πυκνές.
Το απόγευμα της Κυριακής, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, άφησε μέσω κύκλων του ανοικτό το ενδεχόμενο σύγκλισης νέας συνόδου Κορυφής για την Ελλάδα την Τετάρτη.
Ο ευρωβουλευτής κ. Δημήτρης Παπαδημούλης, ο οποίος βρίσκεται σε συνεχείς διαβουλεύσεις με ευρωπαίους παράγοντες, ανέφερε ότι την Τετάρτη είναι δυνατόν, αν υπάρχει βούληση, να επιτευχθεί ένας έντιμος συμβιβασμός.
Αν και η κυβέρνηση αρνείται να υποχωρήσει στην πίεση των δανειστών και να αναστείλει το δημοψήφισμα, έστειλε χθες δια του αναπληρωτή υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Γ. Κατρούγκαλου, ότι το δημοψήφισμα δεν είναι αυτοσκοπός αλλά ένας τρόπος για διαπραγμάτευση.
«Οι δανειστές ασκούν ακόμη μεγαλύτερη πίεση προσπαθούν να ματαιώσουν το δημοψήφισμα. Το δημοψήφισμα είναι τρόπος διαπραγμάτευσης και όχι τρόπος για να φύγουμε από το ευρώ», δήλωσε ο κ. Κατρούγκαλος μετά την ολοκλήρωση του Υπουργικού συμβουλίου.
Το Μέγαρο Μαξίμου άνοιξε πάντως χθες μέτωπο και με τον Πρόεδρο της Κομισιόν κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, μετά την απόφαση του τελευταίου, να δημοσιοποιήσει κείμενο με τις τελευταίες προτάσεις των θεσμών προτού διακοπεί η διαπραγμάτευση τα μεσάνυχτα της Παρασκευής και τις διαβεβαιώσεις του, πως ουδέποτε υπήρξε τελεσίγραφο από την πλευρά των θεσμών.
Κυβερνητικές πηγές επισήμαιναν ότι «στη συνεδρίαση του Eurogroup της 25ης Ιουνίου ο Πρόεδρος του Eurogroup κ. Ντάισελμπλουμ ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να αποδεχτεί το κείμενο των θεσμών ως το Σάββατο, θέτοντας έτσι ένα ξεκάθαρο τελεσίγραφο» και ότι το κείμενο που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ουδέποτε εστάλη ποτέ στην ελληνική κυβέρνηση και έχει ως μόνη διαφορά με το κείμενο της 25ης Ιουνίου τη μεταφορά του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία στο 13%.