Την στιγμή που η Αγορά πασχίζει να απορροφήσει τους κραδασμούς από το κλείσιμο των τραπεζών και την εφαρμογή των capital controls, μοιραία τα βλέμματα όλων στρέφονται με αγωνία στο τι πρόκειται να συμβεί από την 1η Ιουλίου, αν με το νέο άνοιγμα των ελληνικών τραπεζών δεν υπάρξει συμφωνία.
Επιχειρηματικοί και τραπεζικοί παράγοντες ανησυχούν για τον ορατό πλέον κίνδυνο η χώρα να βρεθεί εκτός προγράμματος, απομονωμένη και χωρίς δίαυλο επικοινωνίας με τους εταίρους της. Το δε χειρότερο, να μην καταφέρει να αποπληρώσει την προσεχή οφειλόμενη προς το ΔΝΤ δόση.
Σε μία τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με τον Κανονισμό της ΕΚΤ, η διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας είναι υποχρεωμένη να επαναξιολογήσει την αξία των ενεχύρων που έχουν καταθέσει οι ελληνικές τράπεζες στην ΕΚΤ για τη χρηματοδότηση που έχουν λάβει.
Η νέα αυτή αξιολόγηση θα χαρακτηρίζεται από μια μεγαλύτερη απομείωση στα ελληνικά ενέχυρα, σε σχέση με την υφιστάμενη. Οπότε ενέχει (δυνητικά) ο κίνδυνος η ΕΚΤ να απαιτήσει από τις ελληνικές τράπεζες τη διαφορά μεταξύ του νέου «κουρέματος» και του παλιού.
Για παράδειγμα αν από το 35% το «κούρεμα» στα ενέχυρα πάει στο 45% ή στο 50% μπορεί να ζητηθεί η διαφορά. Και αυτό καθώς το ποσοστό του κουρέματος των ενεχύρων ισχύει για το σύνολο των collaterals που έχουν δώσει οι ελληνικές τράπεζες.
Σε μία τέτοια εξέλιξη, ανοιχτό παραμένει το ενδεχόμενο ενός bail in, δηλαδή να κληθούν καταρχήν οι μέτοχοι και εν συνεχεία οι καταθέτες να συνεισφέρουν για την κάλυψη της διαφοράς.