Χώρες με μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπως η Κίνα και η Γερμανία, πρέπει να ενισχύσουν την εγχώρια ζήτηση για να βοηθήσουν να διορθωθούν οι ανισορροπίες που περιορίζουν την παγκόσμια ανάπτυξη, αναφέρει σε έκθεση του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μικρή πρόοδος στη μείωση τέτοιων ανισορροπιών, οι οποίες συμβάλουν επίσης στη δημοσιονομική αστάθεια, αναφέρει το Ταμείο σε έκθεση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα στην οποία αναλύει τις εξωτερικές ανισορροπίες και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Το πλεόνασμα της Κίνας και το έλλειμμα των ΗΠΑ συνεχίζουν να αποτελούν τις μεγαλύτερες δυνάμεις που τροφοδοτούν τις παγκόσμιες ανισορροπίες, αν και τα δύο έχουν συρρικνωθεί από την περίοδο πριν την κρίση, αναφέρει το ΔΝΤ.
Για την Κίνα σημειώνει ότι είναι κρίσιμο να υιοθετήσει μια ευέλικτη συναλλαγματική ισοτιμία που θα βασίζεται στις δυνάμεις τις αγοράς, ενώ η κυβέρνηση θα πρέπει να αναλάβει μέτρα για να ενισχύσει την κατανάλωση και να ανοίξει το χρηματοοικονομική σύστημα.
Για τις ΗΠΑ το Ταμείο σημειώνει ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να θέσει στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Το ΔΝΤ σημειώνει επίσης ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να δρομολογήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να βελτιώσει την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας.
“Η μη ανάληψη δράσης στις υπερβολικές ανισορροπίες θα σήμαινε μια χαμένη ευκαιρία, καταλήγοντας σε ένα μέτριο παγκόσμιο αποτέλεσμα όσον αφορά την ανάπτυξη και σταθερότητα”, αναφέρει ο πρώτος αναπληρωτής διευθυντής του ΔΝΤ, David Lipton στην έκθεση. “Ανεπαρκή μέτρα για να μειωθούν τα υπερβολικά ελλείμματα θα σημαίνουν επιπλέον κινδύνους στη χρηματοοικονομική σταθερότητα”.
Στην ομάδα των χωρών που θα πρέπει να μειώσουν τα πλεονάσματα τους βρίσκονται μεταξύ άλλων η Κίνα, η Γερμανία και η Ν. Κορέα. Στην αντίθετα πλευρά, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Βραζιλία και η Γαλλία θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα ελλείμματα τους, υπογραμμίζει το Ταμείο.