Στην κατηγορία επιτήρησης παραμένει η μετοχή της Κλωνατέξ καθώς υπό τις παρούσες συνθήκες δεν αναμένεται να επιτευχθούν οι προϋποθέσεις για την επιστροφή της μετοχής της εταιρείας στο καθεστώς της κανονικής διαπραγμάτευσης.
Σύμφωνα με ανακοίνωση, το Διοικητικό Συμβούλιο θεωρεί ότι υπό τις παρούσες συνθήκες εξακολουθεί να είναι μάταιη η συνέχιση των εν λόγω προσπαθειών, επισημαίνοντας ότι η εταιρεία θα εξακολουθήσει να παραμένει σε ουσιαστική αδράνεια και αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και τον σκοπό της. Επειδή με βάση τις οικονομικές καταστάσεις της χρήσης 2010 το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας εξακολουθεί να παραμένει αρνητικό, εξακολουθεί να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 48 παρ.1.γ. του Κ.Ν. 2190/20.
Υπενθυμίζεται πως το Δ.Σ. του Χ.Α. στη συνεδρίασή του της 3ης Απριλίου 2006, λαμβάνοντας υπόψη τις ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις 2005 της εταιρείας βάσει Δ.Λ.Π., αποφάσισε την ένταξη στην κατηγορία Επιτήρησης (άρθρο 212) των μετοχών της Εταιρείας από τη Τρίτη 4 Απριλίου 2006.
Οι λόγοι ένταξης βάσει των άρθρων 212 και 213 του Κανονισμού ήταν:
-Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας είχαν διαμορφωθεί σε επίπεδο κάτω από το 50% του μετοχικού κεφαλαίου και
-Τα κέρδη προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων και αποσβέσεων (EBITDA) σε επίπεδο εταιρείας και σε ενοποιημένο επίπεδο ήταν αρνητικά.
Όπως είναι γνωστό η ΚΛΩΝΑΤΕΞ δεν έχει άλλη δραστηριότητα πλην της μειοψηφικής συμμετοχής, που διαθέτει πλέον μόνο στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, μετά την μεταβίβαση της συμμετοχής της στον κλάδο του τουρισμού.
Μέχρι σήμερα η Εταιρεία είχε επενδύσει σημαντικά κεφάλαια στον κλωστοϋφαντουργικό κλάδο, μεγάλο μέρος των οποίων προήρχετο από δανεισμό. Κατόπιν αυτού και μετά την αδυναμία των εταιρειών που συμμετείχε να διανείμουν τα τελευταία χρόνια μέρισμα, λόγω ζημιών και σε συνδυασμό με την απαξίωση των εν λόγω συμμετοχών, η Εταιρεία αντιμετώπισε πρόβλημα ζημιών, ρευστότητας αλλά και σημαντικής μείωσης της καθαρής της θέσης.
Παράλληλα αναγκάστηκε να διαθέσει σημαντικό μέρος των συμμετοχών της προκειμένου να εξοφλήσει δόσεις των δανείων της. Στις 25 Μαΐου 2007 απώλεσε τον έλεγχο του ομίλου της Α.Ε. Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία με τον περιορισμό της συμμετοχής της στην εν λόγω εταιρεία από 29,01% σε 15,95% και σε 15,43% μετά την μετατροπή μετατρέψιμων ομολογιών τρίτων σε μετοχές.
Μάλιστα και μετά την τυπική πλέον μεταβίβαση των 4.111.069 μετοχών εκδόσεως της εν λόγω Εταιρείας στις Τράπεζες, με βάση τη σχετική συμφωνία για την μεταβίβαση της συμμετοχής στην ΑΛΝΤΕΜΑΡ και την εξόφληση δανείων, η συμμετοχή στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία θα περιοριστεί σε 10,99%.
Εξακολουθεί όμως να διαθέτει σημαντική συμμετοχή και αναμένει ότι με την χρηματοδότηση και την επιτυχή υλοποίηση του σχεδίου αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης της Α.Ε. Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία θα ανακτήσει, έστω μερικά, την απώλεια από την υποτίμηση της εν λόγω συμμετοχής, με θετική επίπτωση στα αποτελέσματα και στα ίδια κεφάλαια.
Επιπλέον έχει επιτευχθεί η ελαχιστοποίηση των δαπανών λειτουργίας της Εταιρείας. Η χρήση 2010 εμφανίζει σημαντική κερδοφορία, η οποία οφείλεται αποκλειστικά στην υλοποίηση της σύμβασης για την μεταβίβαση της συμμετοχής στην ΑΛΝΤΕΜΑΡ και την εξόφληση των δανείων, που πραγματοποιήθηκαν το Α’ Τρίμηνο 2010.
Με την διάθεση της εν λόγω συμμετοχής, εξόφλησε το μεγαλύτερο μέρος των υφισταμένων δανείων και μικρό μέρος των προμηθευτών. Παραμένουν όμως σημαντικές ακόμη υποχρεώσεις προς προμηθευτές, κ.λ.π., ενώ παράλληλα τα ίδια κεφάλαια εξακολουθούν να είναι αρνητικά. Η διοίκηση της εταιρείας έχει καταβάλει μέχρι σήμερα μεγάλες προσπάθειες για την αποκατάσταση της σχέσης των κεφαλαίων, αλλά δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα.
Ειδικότερα, η Έκτακτη Γενική Συνέλευση της 27ης Φεβρουαρίου 2008 των μετόχων κατόχων κοινών μετοχών, έλαβε αποφάσεις επί θεμάτων που αφορούν μεταξύ άλλων την αποκατάσταση της σχέσης των κεφαλαίων, την έκδοση μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου, την μετατροπή των προνομιούχων μετοχών σε κοινές, κ.λπ. Αντίθετα, μετά από 18 (με τις επαναληπτικές) Γενικές Συνελεύσεις των Προνομιούχων μετόχων δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη απαρτίας για την λήψη ανάλογων αποφάσεων.