Με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο συναντήθηκε το μεσημέρι, ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης.
Κατά τη συνάντησή του με τον κ. Παυλόπουλο, ο επικεφαλής του Ποταμιού είπε ότι το μεγάλο ζήτημα της χώρας είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος της μετανάστευσης και της προσφυγιάς.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, από την πλευρά του, έστειλε μήνυμα σε ΕΕ και ΟΗΕ να λάβουν τις ευθύνες τους για την κατάσταση στην Μέση Ανατολή, την Συρία και την κατάσταση που επικρατεί με το μεταναστευτικό κύμα στην Ευρώπη με κύρια πύλη την Ελλάδα.
Διαβάστε το διάλογο των δύο αντρών:
Σ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Βασανίζεστε όλο το βράδυ με τις διαπραγματεύσεις και όλη την άλλη ημέρα με τα υπόλοιπα. Εγώ ήρθα, όπως σας είπα και στο τηλέφωνο, για το μείζον εθνικό θέμα της μετανάστευσης και τους προσφυγές. Μίλησα πριν από λίγο και με τους δημάρχους των νησιών μας, η κατάσταση παραμένει πάρα πολύ δύσκολη. Πρέπει να κάνουμε πολλά πράγματα εδώ στην Ελλάδα και δεν τα κάνουμε. Και βέβαια πρέπει να γίνουν και πράγματα σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γιατί ακόμα και αν κάναμε τα σωστά στην Ελλάδα, δε θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις μεγάλες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Και εκεί θα θέλαμε και τη δική σας βοήθεια γιατί η Ευρώπη, το σπίτι μας, πρέπει να βρει λύσεις και για τους πρόσφυγες και άλλες λύσεις για τις μεταναστευτικές ροές. Εάν δε συνεργαστούμε και με τις χώρες προέλευσης και με την Τουρκία, που είναι ο τελευταίος σταθμός πριν μπουν στις βάρκες, νομίζω ότι τα πράγματα θα δυσκολέψουν πάρα πολύ. Χρειάζεται δυστυχώς και σε αυτό το θέμα, ή ευτυχώς, μια εθνική πολιτική και σας έχουμε ανάγκη.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Κύριε Πρόεδρε ευχαριστώ πολύ και για την επίσκεψη και για την πρωτοβουλία. Και θέλω να σας συγχαρώ δημόσια διότι με τις επισκέψεις σας και τις πρωτοβουλίες που έχετε πάρει γενικότερα, αναδεικνύετε ένα μείζον θέμα, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ την Ελλάδα, θα έλεγα και την Ευρώπη. Επιτρέψτε μου να είμαι λίγο πιο εκτενής σε αυτόν τον τομέα. Είναι αυτονόητο πως το μεγάλο αυτό θέμα έχει δύο όψεις.
Η μία όψη είναι εκείνη της ασφάλειας. Που αφορά την Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο ολόκληρο. Η άλλη είναι η όψη του ανθρωπισμού και των δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι αυτοί οι παράνομοι μετανάστες και ιδίως οι πρόσφυγες, έχουν δικαιώματα, τα οποία δε μπορεί να μη γίνουν σεβαστά. Δε μπορεί η Ευρώπη, δε μπορεί η Δύση με τον πολιτισμό που έχει, να μείνει απαθής μπροστά σε αυτό το φαινόμενο και στον τρόπο διαχείρισής του.
Και σε αυτά τα δύο θέματα θα ήθελα να τονίσω τα εξής. Πριν απ΄ όλα, είναι παράδοξο – χρησιμοποιώ αυτή την έκφραση που είναι επιεικής- το ότι η Ευρώπη και η διεθνής κοινότητα, τα Ηνωμένα Έθνη, δεν έχουν ήδη πάρει τις αποφάσεις τους σχετικά με το τι συμβαίνει στη Μέση Ανατολή και ιδίως στη Συρία. Όσο οι φωτιές του πολέμου και αυτή η απαράδεκτη κατάσταση διατηρούνται, είναι φανερό ότι το φαινόμενο θα πολλαπλασιάζεται. Άρα εδώ χρειάζεται εξωτερική πολιτική και από την πλευρά της Ευρώπης και από την πλευρά της διεθνούς κοινότητας και ιδίως από την πλευρά των Ηνωμένων Εθνών.
Το δεύτερο είναι το ζήτημα της μεταναστευτικής πολιτικής και το ζήτημα της πολιτικής ασύλου. Σαφώς και έχουμε τις ελλείψεις μας ως Χώρα, σαφώς έχουμε κάνει λάθη, αλλά ας μην αυταπατώμεθα. Το θέμα αυτό δε μπορεί να το διαχειριστεί η Ελλάδα, με ό,τι προσπάθεια και αν κάνει.
Το θέμα έχει ξεπεράσει προ πολλού την Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή είναι ζήτημα ευρωπαϊκό και είναι και ζήτημα παγκόσμιο. Και όποιος δεν το καταλαβαίνει, τόσο το χειρότερο. Η Ευρώπη, ιδίως, οφείλει να καταλάβει τούτο: Είναι βεβαίως μια Ένωση που έχει τα προβλήματα τα οικονομικά, τα νομισματικά, τα οποία πρέπει να λύσει. Αλλά έχει και άλλες υποχρεώσεις. Υπάρχει το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο από το 2008, που καθορίζει συγκεκριμένες πολιτικές που πρέπει να γίνουν σεβαστές. Και είναι απολύτως δεσμευτικό το κείμενο αυτό.
Σας διαβεβαιώ κύριε Πρόεδρε ότι από αυτό το κείμενο και ιδίως από τους πέντε άξονες, οι τρεις αφορούν το ζήτημα που μας απασχολεί. Σ΄ αυτό δεν έχει γίνει σχεδόν τίποτα. Καμία σοβαρή πολιτική της Ευρώπης πάνω στους τρεις άξονες που σχετίζονται με τη φύλαξη των συνόρων -που δεν είναι μόνον ελληνικά, είναι και ευρωπαϊκά- με το ζήτημα της επαναπροώθησης και με το ζήτημα της διαχείρισης του ασύλου. Δεν έχει γίνει τίποτα οργανωμένο. Και αυτό δεν βαρύνει μόνο την Ευρώπη. Δυστυχώς δεν έχει γίνει και από τα Ηνωμένα Έθνη που έχουν την Ύπατη Αρμοστεία, η οποία θα όφειλε και εκείνη να έχει κινητοποιηθεί, γιατί διαχειρίζεται το θέμα του ασύλου που έχει πολύ μεγάλη σημασία για τα Ηνωμένα Έθνη.
Καταλήγω, λοιπόν, ότι εδώ χρειάζεται μια συνολική πολιτική, η οποία πρέπει να χαραχθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνεργασία με τα Ηνωμένα Έθνη και ιδίως με την Ύπατη Αρμοστεία. Και σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, αλλά και σε επίπεδο μεταναστευτικών ροών και ασύλου.
Πρέπει να υπάρξει λοιπόν άμεσα Σύνοδος Κορυφής. Όχι Σύνοδος Κορυφής όπως εκείνη της 25ης Ιουνίου, για να θυμηθούμε τι ακριβώς συνέβη τότε και ποια ήταν η αντίδραση παραδείγματος χάριν του Ιταλού Πρωθυπουργού του κυρίου Ρέντσι, σχετικά με το ποιες είναι οι υποχρεώσεις της Ευρώπης.
Τις οποίες η Ευρώπη δεν τηρεί προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει λοιπόν να υπάρξει συνεννόηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει αυτή η Σύνοδος Κορυφής που θα χαράξει πολιτική και βεβαίως θα αναλάβει ο καθένας τις υποχρεώσεις του, όπως επίσης και η Ελλάδα. Δεν ταιριάζει στην Ευρώπη σήμερα, μπροστά σε αυτό το διπλό φαινόμενο της ασφάλειας και του ανθρωπισμού η πολιτική του Ποντίου Πιλάτου και της στρουθοκαμήλου.
Αυτό νομίζω πρέπει να καταστεί σαφές. Και χαίρομαι που σας δέχομαι και πάλι. Γιατί μου δίνετε την ευκαιρία και με τις πρωτοβουλίες σας και με την επίσκεψη σας να τονίσω αυτά τα πράγματα που ίσως είναι αυτονόητα, αλλά αυτά τα αυτονόητα είναι εκείνα που πρέπει να επισημαίνονται αυτές τις ώρες.