Λίγες ώρες μετά την ψηφοφορία της γερμανικής Βουλής επί του νέου ελληνικού προγράμματος, έρχεται και ο πρώτος απολογισμός.
63 «όχι» εισέπραξε η Άγκελα Μέρκελ από τον κεντροδεξιό κυβερνητικό συνασπισμό στην ψηφοφορία της Τετάρτης για την Ελλάδα. Ποιό μήνυμα στέλνουν οι διαφωνούντες;
Όπως μεταδίδει η Deutsche Welle, ο καθηγητής πολιτικών επιστημών Χάινριχ Όμπεροϊτερ έχει ξεκάθαρη άποψη: σίγουρα δεν είναι η αρχή του τέλους για την Άγκελα Μέρκελ, αλλά είναι το πρώτο βήμα για τον περιορισμό της αυτοδυναμίας της. Μιλώντας στη γερμανική ραδιοφωνία ο καθηγητής Όμπεροϊτερ επισημαίνει: «Πρέπει να δούμε- και αποτελεί ίσως εκπληξη- ότι μπροστά σε ένα τόσο σημαντικό δίλημμα, ένα μεγάλο μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας δεν λύγισε με επιχειρήματα περί σταθερότητας και κοινοβουλευτικής πειθαρχίας. Ασφαλώς αυτό είναι πιο εύκολο, από τη στιγμή που οι βουλευτές γνωρίζουν ότι σε έναν τόσο μεγάλο συνασπισμό η τελική έκβαση δεν εξαρτάται από λίγες, μεμονωμένες ψήφους. Αυτό είναι το ένα ζήτημα. Το άλλο ζήτημα είναι όμως ότι, παρά τον σκεπτικισμό που εκφράζεται συνολικά, η Άγκελα Μέρκελ δεν έχει κάποιον απέναντί της, ο οποίος θα μπορούσε να την προκαλέσει ανοιχτά, αμφισβητώντας την ηγεσία της. Επιπλέον διαθέτει ακόμη την εμπιστοσύνη των εκλογέων. Έχουμε λοιπόν μία διφορούμενη κατάσταση».
Στο εξής, λέει ο Χάινριχ Όμπεροϊτερ, η ηγεσία των χριστιανοδημοκρατών θα πρέπει να πλησιάσει περισσότερο την κοινοβουλευτική ομάδα, επιζητώντας τη συνεργασία και την πιο ενεργό συμμετοχή της σε μελλοντικές αποφάσεις. Κάτι τέτοιο θα είναι βέβαια πιο δύσκολο σε θέματα υπερεθνικής συνεργασίας όπως οι προκλήσεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης και της ελληνικής κρίσης, παρά σε εκείνα που άπτονται της αμιγώς εθνικής νομοθεσίας. Την Τετάρτη η καγκελάριος επιχείρησε πάντως να αποφύγει τον σκόπελο των «διαφωνούντων», αφήνοντας προβάδισμα στον σκεπτικιστή Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος και επωμίστηκε το καθήκον να αγορεύσει εκ μέρους των χριστιανοδημοκρατών. Το σκεπτικό ήταν, εκτιμά ο πολιτικός επιστήμων, ότι τα επιχειρήματα του Σόιμπλε υπέρ της δανειακής σύμβασης θα μπορούσαν να «τορπιλίσουν» το συμπαγές μέτωπο των περίπου 60 διαφωνούντων.
Επιπλέον ο Χάινριχ Όμπεροϊτερ θεωρεί ότι, σε περίπτωση που, για οποιονδήποτε λόγο, χρειαστεί και επόμενο πακέτο στήριξης, οι αντοχές των χριστιανοδημοκρατών βουλευτών θα εξαντληθούν οριστικά: «Πιστεύω ότι η πραγματική δοκιμασία θα ήταν ένα ενδεχόμενο νέο πακέτο βοήθειας, ιδιαίτερα εάν τυχόν αποδειχθεί ότι οι διαβεβαιώσεις της ελληνικής πλευράς είναι ουτοπικές, με έναν πρωθυπουργό που καλείται να υλοποιήσει τα αντίθετα από εκείνα που πιστεύει και με έναν πληθυσμό, στον οποίο δεν υποδεικνύεται με σαφήνεια πόσο επιτακτική είναι η ανάγκη μεταρρυθμίσεων και ίδρυσης ενός σύγχρονου κράτους. Εάν λοιπόν όλα αυτά οδηγήσουν στο αίτημα για νέα οικονομική βοήθεια, νομίζω ότι εκεί πλέον δεν θα αποφύγουμε την ανοιχτή σύγκρουση και στη Βουλή, αλλά και με τους ίδιους τους ψηφοφόρους».
Αυτή ακριβώς την πίεση των ψηφοφόρων στις εκλογικές τους περιφέρειες επικαλέστηκαν οι περισσότεροι από τους διαφωνούντες, προσπαθώντας να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους δεν συντάσσονται με την κομματική «γραμμή». Για τον Χάινριχ Όμπεροϊτερ η ένσταση των διαφωνούντων βουλευτών έχει βάση και δεν είναι απλώς προσχηματική: «Έδειξαν ότι έχουν εμπιστοσύνη στις θέσεις τους και στους ενδοιασμούς που είχαν διατυπώσει. Το επιχείρημά ότι θέλουν να σεβαστούν τη βούληση των ψηφοφόρων το θεωρώ βάσιμο. Ουσιαστικά παραμένουν πιστοί στις θέσεις τους».
Στην ερώτηση εάν τελικά θα μπορούσε η καγκελάριος να «σκοντάψει» στο ελληνικό ζήτημα η απάντηση του καθηγητή Όμπεροϊτερ ξαφνιάζει: «Εάν κάπου μπορεί να “σκοντάψει” η καγκελάριος θα είναι εκεί», υποστηρίζει ο πολιτικός επιστήμων. Σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από το πώς θα χειριστεί το ζήτημα, λέει ο γερμανός αναλυτής: «Ο Γιούργκεν Χάμπερμας είχε μιλήσει για ένα είδος οπορτουνισμού που καθοδηγείται από τις δημοσκοπήσεις, έναν οπορτουνισμό που αφουγκράζεται την κοινή γνώμη και όταν αρχίζει η μεγάλη δοκιμασία και η αντίδραση, τότε τίθεται στην πρωτοπορία αυτής της αντίδρασης. Στην προκειμένη περίπτωση θα μπορούσε λοιπόν (η καγκελάριος) να παραδεχθεί την κρίση και πάραυτα να αποκηρύξει την όποια προσπάθεια διάσωσης».