Δύο ιστορικές δυναστείες ενισχύουν την παρουσία τους στο δ.σ. του Economist
Ανάμεσα στους εκατοντάδες μετόχους του περιοδικού Economist συγκαταλέγονται οι κληρονόμοι μερικών εκ των μεγαλύτερων ονομάτων του βρετανικού επιχειρείν, όπως Cadbury, Sainsbury και Schroder. Κανένας τους όμως δεν έχει μεγαλύτερη επιρροή από τη γυναίκα που περιγράφει τον εαυτό της σαν ένα «μεσοαστικό κορίτσι» από τα προάστια του Νιού Τζέρσι. Πρόκειται για την Lynn Forester de Rothschild, την 61χρονη δικηγόρο και επιχειρηματία, η οποία διαχειρίζεται το 21% του περιοδικού, που ανήκει στην οικογένειά της. Κατέχοντας μια θέση στο δ.σ. του περιοδικού από το 2002, έχει μία από τις ισχυρότερες φωνές μέσα σε αυτό. Και θεωρείται ότι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στις μυστικές συζητήσεις για την πώληση του ποσοστού που κατέχει η Pearson στον Economist, με την οποία η οικογένεια De Rothschild και το επενδυτικό όχημα των Ιταλών Agnelli, η εταιρία Exor, έγιναν οι ισχυρότεροι μέτοχοι του περιοδικού που θεωρείται η σύγχρονη βίβλος της οικονομίας και των επιχειρήσεων.
Η οικογένεια των Rothschild, άλλωστε, έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και στην πώληση των Financial Times από την Pearson. Με την παρέμβαση της γνωστής δυναστείας και της επενδυτικής της τράπεζας, η ιαπωνική Nikkei κατάφερε να κλέψει τη βρετανική εφημερίδα μέσα από τα χέρια της γερμανικής Axel Springer.
Το σίγουρο είναι ότι στόχος της οικογένειας των Rothschild είναι να προστατεύσουν μία επένδυση την οποία κρατούν στα χέρια τους εδώ και 70 χρόνια. Και το κάνουν μη αφήνοντας οποιονδήποτε άλλο να αποκτήσει ποσοστό ελέγχου του Economist, αφού η μετοχική δομή του περιοδικού προβλέπει ότι κανένας από τους συνιδιοκτήτες του δεν θα έχει πλειοψηφικό ποσοστό, ώστε να διασφαλίζεται η δημοσιογραφική ανεξαρτησία του εντύπου.
Γιατί μπορεί ο Economist να μην είναι πια η εμπορική επιτυχία που ήταν κάποτε, όμως, λίγα έντυπα μέσα έχουν την επιρροή και το εκτόπισμα αυτού του εβδομαδιαίου περιοδικού. Παρότι η μείωση της έντυπης διαφήμισης έχει συμπαρασύρει τα έσοδά του τα τελευταία χρόνια, εντούτοις, διαθέτει μία κυκλοφορία που αγγίζει τα 1,6 εκατ. (για την έντυπη και την online έκδοση) και κέρδη σχεδόν 60 εκατ. στερλινών το χρόνο. Και βέβαια, για τους συνιδιοκτήτες του, και μόνο η ιδιότητα του μετόχου αυτής της ιστορικής έκδοσης είναι αρκετή για να τους δώσει μια θέση στην παγκόσμια ελίτ. Στον κόσμο των επιχειρήσεων και της πολιτικής, το να είναι κανείς μέτοχος του Economist είναι το αντίστοιχο του να έχει στην ιδιοκτησία του έναν από τους διάσημους και σπάνιους αμπελώνες του Bordeaux.
Αυτό το προνόμιο μοιράζονται μερικές από τις «γαλαζοαίματες» οικογένειες του βρετανικού επιχειρείν, οι κληρονόμοι των παλιών διευθυντών του περιοδικού και δεκάδες πρώην και νυν εργαζόμενοί του. Ο Bruno Schroder, ο δισεκατομμυριούχος κληρονόμος μιας εκ των πλουσιότερων οικογενειών του βρετανικού finance, κατέχει το 2%. Μέλη της δυναστείας της σοκολάτας Cadbury έχουν περίπου 1%.
Για κάποιους από αυτούς τους μετόχους, η επένδυσή τους αυτή δεν έχει υπάρξει μόνο οικονομικά επικερδής με το πέρασμα των χρόνων, αλλά τους δίνει και πρόσβαση σε ένα κλειστό κλαμπ με μεγάλο πρεστίζ. Και αυτό είναι ένα προνόμιο το οποίο δεν θα εγκαταλείψουν εύκολα. Η Pearson, για παράδειγμα, που αγόρασε το ποσοστό της στον Economist όταν απέκτησε τους Financial Times, το 1957, προσπάθησε αρκετές φορές σε όλα αυτά τα χρόνια να αποκτήσει τον έλεγχο του περιοδικού, αλλά κάθε φορά, της έκλειναν το δρόμο.