Το dinner πραγματοποιήθηκε αρχές της προπερασμένης εβδομάδας, σε ένα κλειστό κλαμπ, στο Σαουθάμπτον της Νέας Υόρκης.
Οικοδεσπότης ήταν ο Μπάιρον Γουίνγκ, της BlackStone, και γύρω από τις τέσσερις ροτόντες που είχαν στηθεί για την περίσταση κάθισαν 20 από τους πιο ισχυρούς fund managers παγκοσμίως.
Αυτόπτης μάρτυρας μετέφερε στην «Κ» ότι «κοιτάζοντάς τους είχες την αίσθηση ότι κριτήριο για τη συμμετοχή τους στο event ήταν τα υπό αξιολόγηση κεφάλαια του καθενός να αποτιμώνται σε τρισ. δολάρια».
Σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής, το άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της βραδιάς ήταν το «μενού» της, δηλαδή η ατζέντα των θεμάτων που συζητήθηκαν. Με τη σειρά που τέθηκαν στο τραπέζι, ξεκίνησαν με «Κίνα», συνέχισαν με «Ελλάδα» και έκλεισαν με «αργό πετρέλαιο». Το γεγονός ότι η χώρα μας εξακολουθεί να βρίσκεται στα τρία πιο hot θέματα παγκοσμίως, και μάλιστα πιο ψηλά και από την τιμή του αργού, αποτελεί από μόνο του απόδειξη ότι ο κίνδυνος του Grexit, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δεν έχει περάσει.
Επιβεβαιώθηκε κι εκείνη τη βραδιά. Κοινή ήταν η αίσθηση μεταξύ των 20 ότι από τη χώρα μας λείπει:
α. Η πρόθεση για να προχωρήσει σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η οικονομία και να πετύχει τον απαιτούμενο εκσυγχρονισμό.
β. Το απαραίτητο στελεχικό δυναμικό, το οποίο θα αναλάβει να φέρει σε πέρας αυτό το τόσο δύσκολο και σύνθετο έργο, και μάλιστα μέσα σε περιβάλλον έντονα αρνητικό.
Αυτό το κλίμα προσπάθησε να αντιστρέψει σε μια 15λεπτη εισήγηση που έκανε για το ελληνικό ζήτημα ο επενδυτής Στέλιος Ζαβός, που είχε προσκληθεί στην εκδήλωση γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Τόνισε ότι δεν υπάρχει θέμα Grexit, υπενθύμισε με νόημα ότι το 95% του δημόσιου χρέους βρίσκεται πλέον στα χέρια της τρόικας και υποστήριξε ότι μια «μεγάλη κυβέρνηση», που θα μπορούσε να προκύψει από τις επόμενες εκλογές, θα μπορούσε να βρει λύσεις και να προωθήσει μέτρα.
Το αποτέλεσμα; Στη συζήτηση που ακολούθησε το κλίμα παρέμεινε επιφυλακτικό (στα όρια του αρνητικού) για την Ελλάδα. Μάλιστα, είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι τις περισσότερες αντιρρήσεις για τις προοπτικές της χώρας εξέφρασαν εκείνοι οι fund managers που πίστεψαν στην «άνοιξη του 2014», ήρθαν στην Ελλάδα, επένδυσαν και έχασαν.
Η κρίση στην Κίνα
Το κλίμα στη συνάντηση πάντως είχε βαρύνει ήδη από τη συζήτηση του πρώτου θέματος της ατζέντας: του κινεζικού. Εκεί βασικός εισηγητής ήταν ο Στιβ Ροτζ, senior analyst σε θέματα Κίνας της Morgan Stanley. Η βασική του γραμμή ήταν μάλλον μετριοπαθής. Δεν αμφισβήτησε ανοιχτά την πρόβλεψη του Πεκίνου ότι το GDP θα τρέξει φέτος με 7%, γεγονός που προκάλεσε δυσθυμία στην ομήγυρη. Επιχειρηματολόγησε, πάντως, υποστηρίζοντας ότι στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει στην Κίνα είναι η μετάβαση από τη βιομηχανική παραγωγή στις υπηρεσίες. Οπότε είναι λογικό να στέλνονται αντιφατικά μηνύματα από την κινεζική οικονομία.
Στη συζήτηση που ακολούθησε ωστόσο, το 7% αμφισβητήθηκε έντονα, υποστηρίχθηκε ότι θα διαμορφωθεί πολύ χαμηλότερα, ενώ ασκήθηκε έντονη κριτική στον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε το Πεκίνο την τελευταία χρηματιστηριακή κρίση. Κάπου εκεί, λογικά, η συζήτηση περιστράφηκε εύλογα στον χρόνο και στον τρόπο που θα κινηθεί η Fed.
Το dinner έκλεισε με τη συζήτηση για την πορεία της τιμής του αργού πετρελαίου. Εκφράσθηκε βεβαίως η άποψη ότι όσο διαρκούν οι χαμηλές πτήσεις του ευνοείται παγκοσμίως η αύξηση του GDP, αλλά τα καλά νέα σταμάτησαν κάπου εκεί. Υποστηρίχθηκε ότι βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον το αργό θα διαμορφωθεί ακόμα και στα 30 με 35 δολάρια το βαρέλι, αλλά μεσοπρόθεσμα -σε βάθος διετίας- θα φτάσει στα 60 με 70 δολάρια. Βεβαίως, το γεγονός ότι αναμένεται πως αργά ή γρήγορα η είσοδος και του Ιράν στην αγορά, μετά την άρση των περιορισμών (από ΗΠΑ και Ευρώπη), θα δημιουργήσει νέα δεδομένα είναι μια αντικειμενική πραγματικότητα.
Οπως αντικειμενική πραγματικότητα αποτελεί το γεγονός ότι από όλες αυτές τις εξελίξεις -που άπτονται και των τριών παραπάνω θεμάτων- επηρεάζεται άμεσα το παρόν και το μέλλον ενός από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής επιχειρηματικότητας: της ποντοπόρου ναυτιλίας, και όχι μόνο.