Εκτεταμένη αποχή ευνοεί την «γαλάζια» παράταξη – Δυσαρεστημένη η νεολαία, κοστοβόρα η μετακίνηση των εκλογέων
Παρά την φυσιολογική αδυναμία των δημοσκόπων να… ανιχνεύσουν με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίες το εκλογικό αποτέλεσμα και με τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ να είναι σε απόσταση αναπνοής μεταξύ τους, όλοι πλέον αντιλαμβάνονται ότι σημαίνοντα ρόλο θα παίξει η αποχή -είτε λόγω δυσφορίας και γενικότερης απογοήτευσης είτε λόγω οικονομικής στενότητας που καθιστά τις μετακινήσεις απαγορευτικές.
Όπως αναφέρει δημοσίευμα του Πρώτου Θέματος, αν οι πολίτες που θα ψηφίσουν σήμερα είναι λιγότεροι από 5.850.000, τότε το αδιαφιλονίκητο φαβορί για να λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης είναι ο Μεϊμαράκης.
Στις προηγούμενες εκλογές αυτοί που προσήλθαν στις κάλπες ήταν 6.330.000, ήτοι ποσοστό συμμετοχής 63,62%. Τα άκυρα και λευκά ψηφοδέλτια ήταν περίπου 150.000 (2,36%). Οι ψήφοι που μοιράστηκαν τα κόμματα ήταν 6.180.000. Από αυτές ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε το 36,34%, δηλαδή 2.245.000 και η Ν.Δ. το 27,81%, δηλαδή 1.720.000.
Κομματικά επιτελεία, αναλυτές και δημοσκόποι συμφωνούν ότι το ποσοστό συμμετοχής σε αυτές τις εκλογές θα είναι μειωμένο σε σχέση με εκείνες του Ιανουαρίου. Οι λόγοι είναι πολλοί: Δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η τουριστική περίοδος, ο χρόνος (8 μήνες) μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων είναι λίγος, ενώ και το δημοψήφισμα έχει εσωτερικευτεί ως εκλογική αναμέτρηση.
Δυσαρέσκεια
Υπάρχει δυσαρέσκεια, ιδίως στους νέους, για την ασκούμενη πολιτική, η οικονομική δυσπραγία καθιστά δύσκολη τη μετακίνηση των ετεροδημοτών, τμήμα των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ που διαφωνεί με την πολιτική Τσίπρα δεν θέλει να ψηφίσει κάποιο άλλο κόμμα, ενώ ένας σημαντικός αριθμός από τις 330.000 ψηφοφόρους (ή ποσοστό 5,27%) που ψήφισαν το Κίνημα του Γ. Παπανδρέου, το ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη και την Τελεία του Απ. Γκλέτσου πιθανολογείται ότι δεν θα προσέλθει στην κάλπη επειδή τα κόμματά τους δεν συμμετέχουν σε αυτές τις εκλογές.
Αν λοιπόν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις και η αποχή από το 36,38% του Ιανουαρίου φτάσει ή και ξεπεράσει το 40%, τότε με βάση τις συσπειρώσεις και μόνο των κομμάτων (όπως αυτές εμφανίζονται στις δημοσκοπήσεις: κάτω από 70% για τον ΣΥΡΙΖΑ και πάνω από 80% για τη Ν.Δ.) η λύση της εκλογικής αλγεβρικής εξίσωσης δείχνει επικρατέστερο νικητή το κόμμα του Μεϊμαράκη.
Σε ένα εκλογικό σώμα μειωμένο κατά 400.000 ψηφοφόρους -όπως το υπολογίζουν οι αναλυτές και δημοσκόποι- στη Ν.Δ. αρκεί μόνο να λάβει τις 1.720.00 ψήφους του Ιανουαρίου για να δει το ποσοστό της από το 27,81% να πηγαίνει στο 29,65%. Μπορεί να το καταφέρει αυτό; Ναι, λένε οι περί τα εκλογικά ειδήμονες.
Ακόμη κι αν δεν καταφέρει να επιτύχει το μάξιμουμ της συσπείρωσής της οι εισροές που βασίμως πιθανολογείται ότι θα έχει από τα άλλα κόμματα τής αρκούν για να το φτάσει ή και να το υπερβεί. Το πρόβλημα, λοιπόν, της αποχής δεν θα επηρεάσει κατά μείζονα λόγο τη Ν.Δ., αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού αυτός είναι που έχει τα προβλήματα συσπείρωσης και διαρροής των ψηφοφόρων του.
Αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και οι προβλέψεις, και η ΛΑΕ του Λαφαζάνη λάβει 4%, τότε το πλήγμα για τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μεγάλο αφού σχεδόν αποκλειστικά οι ψήφοι που θα λάβει θα προέρχονται από αυτόν. Αν επιπροσθέτως φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ άλλο ένα ποσοστό 2%-3% προς άλλα κόμματα και 1% των ψηφοφόρων του επιλέξει την αποχή, τότε ο Τσίπρας, χάνοντας 7-8 μονάδες από το ποσοστό του Ιανουαρίου, θα δυσκολευτεί εξαιρετικά να είναι αυτός που θα εξέλθει από την κάλπη νικητής.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι σε ένα εκλογικό σώμα 6.200.000 ψηφοφόρων πρώτο φαβορί για τη νίκη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν οι ψηφοφόροι είναι 5.850.000 ή και λιγότεροι, φαβορί είναι η Νέα Δημοκρατία. Το τοπίο θολώνει και είναι δύσκολο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τον νικητή αν στις κάλπες προσέλθουν 5.850.000-6.000.000 ψηφοφόροι. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, αναμένεται να κριθεί μεταξύ 150.000 ψηφοφόρων. Οσο η συμμετοχή πλησιάζει στο 60%, περισσότερες ελπίδες έχει ο Τσίπρας, ενώ όσο είναι πιο κοντά στο 58%, αυτός που θα τρίβει τα χέρια του από ικανοποίηση θα είναι ο Μεϊμαράκης. Ας δούμε όμως και πιο συγκεκριμένα πώς διαμορφώνονται τα μαθηματικά της κάλπης στις εκλογικές περιφέρειες. Στις εκλογές του Ιανουαρίου ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επικρατήσει, με εξαίρεση την Πελοπόννησο, σε όλες τις μείζονες εκλογικές περιφέρειες.
Οι εκλογικές περιφέρειες
Στο Λεκανοπέδιο είχε έρθει πρώτο κόμμα και στις πέντε περιφέρειες (Α’ και Β’ Αθήνας, Α’ και Β’ Πειραιά και Περιφέρεια Αττικής) και από τους 1.988.308 που ψήφισαν είχε λάβει 717.096 ψήφους (ποσοστό 36,06%) έναντι 505.169 (25,40%) της Νέας Δημοκρατίας. Τώρα οι αναλυτές-δημοσκόποι υποστηρίζουν ότι μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο Λεκανοπέδιο να είναι πρώτο κόμμα, αλλά η διαφορά θα είναι αρκετά κάτω από το 10,66% του Ιανουαρίου. Στην Α’ Αθήνας και στην Α’ Πειραιά όπως και στην Περιφέρεια Αττικής το πιθανότερο, λένε, είναι να αναδειχτεί πρώτο κόμμα η Νέα Δημοκρατία. Στη Β’ Αθήνας και τη Β’ Πειραιά οι πιθανότητες είναι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως είναι δύσκολο να προβλεφθούν τα ακριβή ποσοστά επειδή στις μεν δυτικές συνοικίες ο ΣΥΡΙΖΑ υφίσταται ζημιά από τη ΛΑΕ αλλά και το ΚΚΕ, στις δε μεσοαστικές (Χαλάνδρι, Μαρούσι, Χολαργός, Αγία Παρασκευή κ.α.) χάνει ψήφους προς τη Νέα Δημοκρατία. Για να μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να ελπίζει στην πρωτιά θα πρέπει, στο σύνολο του Λεκανοπεδίου, να είναι μπροστά από τη Ν.Δ. τουλάχιστον 5 μονάδες, όπως εκτιμούν οι εκλογολόγοι, κι αυτό προκειμένου να ισοσκελιστούν οι απώλειες που θα έχει στην περιφέρεια.
Στην Πελοπόννησο, τον Ιανουάριο, ο μόνος νομός στον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ προπορεύτηκε ήταν η Κορινθία. Τώρα πιθανολογείται ότι και οι πέντε νομοί θα βαφτούν μπλε. Από τους 386.227 που ψήφισαν, η Ν.Δ. έλαβε 130.584 (33,81%) και ο ΣΥΡΙΖΑ 120.602 (31,22%). Τώρα η διαφορά θα αυξηθεί υπέρ της Νέας Δημοκρατίας. Σε ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θράκη τον Ιανουάριο ψήφισαν 1.679.592 και από αυτούς ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε 535.003 ψήφους (31,85%) και η Ν.Δ. 494.561 (29,44%). Η μεταξύ τους διαφορά ήταν 40.442 ψήφοι.
Να σημειώσουμε ότι την πρωτιά στον ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά την έδωσαν η Ξάνθη και η Ροδόπη όπου είναι ισχυρό το μουσουλμανικό στοιχείο. Στους δύο αυτούς νομούς η υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ έναντι της Ν.Δ. είναι 32.733 ψήφοι. Πάντως και ανεξαρτήτως του τι θα πράξουν οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι η Βόρεια Ελλάδα αναμένεται στο σύνολό της να βαφτεί μπλε. Μπλε αναμένεται να βαφτεί και ολόκληρο το Αιγαίο (Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Λέσβος, Σάμος, Χίος). Από τους 294.989 που ψήφισαν, ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο είχε λάβει 95.322 (32,31%) και η Ν.Δ. 91.550 (31,03%) ψήφους.
Τώρα με την επιβολή του ΦΠΑ στα νησιά και με το μεταναστευτικό-προσφυγικό σε έξαρση, αλλά και τα εσωκομματικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ στην περιοχή η Ν.Δ. αναμένεται να έχει σαφές προβάδισμα. Αντίθετα με αυτό που θα συμβεί σε Πελοπόννησο, Μακεδονία-Θράκη και Αιγαίο, ο ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται να διατηρήσει το προβάδισμα σε Κρήτη, Δυτ. Ελλάδα και Ιόνια νησιά. Οπωσδήποτε τα ποσοστά του θα είναι μειωμένα, αλλά το ύψος τους δεν θα είναι τόσο ώστε να απειληθεί η πρωτοκαθεδρία του. Στην Κρήτη ψήφισαν 366.936 ψηφοφόροι και ο μεν ΣΥΡΙΖΑ έλαβε 161.409 ψήφους (43,98%), η δε Ν.Δ. 73.324 (19,89%). Στη Δυτική Ελλάδα επί 437.482 ψηφοφόρων ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε 169.336 ψήφους (38,7%) και η Ν.Δ. 106.316 (24,30%). Στα Ιόνια από τους 126.340 που ψήφισαν ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε 52.051 (41,20%) και η Ν.Δ. 30.172 (23,89%).
Αν στις ως άνω αναφερόμενες περιοχές τα πράγματα φαίνεται να είναι ξεκάθαρα, εκεί που το τοπίο παραμένει θολό και ίσως έχουμε τις μικρότερες διαφορές μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων είναι η Κεντρική Ελλάδα. Και στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα και στην Ηπειρο νικητής ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ με διαφορά 9-12 μονάδες. Τώρα η ψαλίδα αναμένεται να κλείσει χωρίς να αποκλείεται, ειδικά στη Θεσσαλία, η Ν.Δ. να προηγηθεί καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει προβλήματα κομματικής συσπείρωσης στους δύο (Καρδίτσα και Τρίκαλα) από τους τέσσερις νομούς. Στη Θεσσαλία επί 468.082 ψηφισάντων ο ΣΥΡΙΖΑ είχε λάβει 172.314 ψήφους (36,81%) και η Ν.Δ. 128.891 (27,53%). Στην Ηπειρο, από τους 228.520 που ψήφισαν ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε 88.734 (39,06%) και η Ν.Δ. 68.162 (29,59%).
Και στη Στερεά Ελλάδα από τους 353.880, έλαβαν ο μεν ΣΥΡΙΖΑ 134.111 (37,89%) η δε Ν.Δ. 89.965 (25,42%). Να σημειώσουμε εδώ ότι είναι πολύ πιθανό τις δύο μονοεδρικές της Στ. Ελλάδας (Ευρυτανία και Φωκίδα) να τις πάρει η Ν.Δ., καθώς η διαφορά ήταν πολύ μικρή: 618 ψήφοι στην πρώτη και 770 στη δεύτερη. Μάλιστα δεν αποκλείεται από τους πέντε νομούς ο ΣΥΡΙΖΑ να διατηρήσει την πρωτιά μόνο στην Εύβοια, καθώς η διαφορά στη Φθιώτιδα είναι 6.687 ψήφοι, ενώ στη Βοιωτία και οι δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ πήγαν στη ΛΑΕ. Αν προσπαθήσουμε, έστω και με μια μικρή δόση αυθαιρεσίας, να αναγάγουμε την εκλογική αναμέτρηση από πολιτική σε αριθμητική θα λέγαμε ότι τα μαθηματικά της κάλπης ευνοούν περισσότερο τον Μεϊμαράκη και λιγότερο τον Τσίπρα.
Η Ν.Δ. αναμένεται να είναι πρώτη σε ένα εκλογικό σώμα 2.360.808 ψηφοφόρων (Πελοπόννησος, Μακεδονία-Θράκη, Αιγαίο), ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρωτεύσει σε ένα εκλογικό σώμα 930.758 ψηφοφόρων (Δυτ. Ελλάδα, Κρήτη, Ιόνια) και θα έχουμε ντέρμπι σε ένα τρίτο εκλογικό σώμα 1.988.308 ψηφοφόρων (Θεσσαλία, Στ. Ελλάδα, Ηπειρος). Για να μπορέσει, λοιπόν, ο Τσίπρας να ισοφαρίσει τις απώλειες στην περιφέρεια, θα πρέπει να κερδίσει στο Λεκανοπέδιο με διαφορά τουλάχιστον 4-5 μονάδων.
Πάντως για να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για το ποιος θα είναι τελικά ο νικητής των εκλογών, είναι προτιμότερο να εμπιστευτούμε τα μαθηματικά παρά τις πολιτικές μετρήσεις των δημοσκόπων. Τις δημοσκοπήσεις δεν θα πρέπει να τις λαμβάνουμε τοις μετρητοίς, επειδή αφενός το περιθώριο του στατιστικού λάθους που δίνουν μπορεί τελικά να αλλάξει -κάτι που έχει συμβεί κατ’ επανάληψη- την εικόνα κατάταξης των κομμάτων όταν οι μεταξύ τους διαφορές είναι μικρές και αφετέρου επειδή οι αναγωγές γίνονται στο αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου, ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι το πολιτικό περιβάλλον είναι ριζικά διαφορετικό σήμερα. Υπάρχουν, όμως, κάποια στοιχεία στις δημοσκοπήσεις που είναι αληθή και πραγματικά, και τα οποία ουδείς μπορεί να αγνοήσει.
Για παράδειγμα, η χαμηλή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ και η υψηλή της Ν.Δ. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να μην έχει δυναμική, εμφανίζει, όμως, σταθερότητα και επειδή στο κόμμα του Νίκου Μιχαλολιάκου υπάρχει «κρυφή ψήφος» συν η όξυνση του μεταναστευτικού-προσφυγικού προβλήματος που το ευνοεί, δεν αποκλείεται -μάλλον είναι πιθανότερο- να κόψει αυτή το νήμα της τρίτης θέσης.
Η εξίσωση των εκλογών
Το ΚΚΕ, τις τελευταίες ειδικά ημέρες στις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις, εμφανίζει αισθητή άνοδο και είναι σίγουρο ότι δεν θα χάσει αλλά θα προσθέσει ψήφους στο ποσοστό που έλαβε τον Ιανουάριο. Αν δεν είναι τέταρτη δύναμη, έχει περισσότερες πιθανότητες να βρεθεί στην τρίτη θέση παρά στην πέμπτη. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζει ανοδική τάση, αλλά αυτή δεν είναι τόσο ισχυρή ώστε να το σπρώξει στα ποσοστά που ονειρεύεται η Φώφη Γεννηματά.
Το Ποτάμι πιέζεται ιδιαίτερα από τη Ν.Δ., ενώ η ΛΑΕ επειδή είναι νέο κόμμα είναι δύσκολο να προβλεφθεί το ακριβές ποσοστό που θα λάβει και αν το εκλογικό αποτέλεσμα θα συνιστά θετική ή αρνητική έκπληξη για τον Λαφαζάνη, σε σχέση πάντα με αυτό που ο ίδιος και οι σύντροφοί του θεωρούσαν ότι θα πετύχουν όταν αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι πιθανότητες των ΑΝ.ΕΛ. να ξεπεράσουν το κοινοβουλευτικό όριο του 3% είναι μικρότερες από αυτές της Ενωσης Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη, τον οποίο σχεδόν όλοι οι δημοσκόποι βλέπουν να μετακομίζει από τη θέση του στην τηλεόραση στα βουλευτικά έδρανα.
Τα μαθηματικά της κάλπης μπορεί να επικεντρώνονται στο ποσοστό της αποχής, τις συσπειρώσεις των κομμάτων και το άθροισμα των μεταξύ τους εισροών-εκροών, όμως αναμφίβολα το πολιτικό κλίμα -στο οποίο κατ’ επανάληψη έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα μας- είναι αυτό που θα επηρεάσει καθοριστικά το εκλογικό αποτέλεσμα.