Κινήσεις μείωσης του κόστους χρήματος με αύξηση των επιτοκίων ακόμα και στα στεγαστικά δάνεια, υλοποιούν οι τράπεζες.
Οι αυξήσεις επιτοκίων δεν είχαν στην ουσία αγγίξει ακόμα τα στεγαστικά δάνεια, καθώς οι τράπεζες είναι δεσμευμένες έναντι των πελατών τους με μακροχρόνιες συμβάσεις και με επιτόκια που βασίζονταν στο επιτόκιο της ΕΚΤ ή στο euribor. Ετσι, ενώ σε όλες τις άλλες κατηγορίες δανείων, και κυρίως στα επιχειρηματικά δάνεια, υπήρξαν αναπροσαρμογές επιτοκίων παράλληλα με την πορεία της κρίσης, στα στεγαστικά δάνεια οι τράπεζες δεν μπορούσαν χωρίς τη συναίνεση του πελάτη να προχωρήσουν σε αύξηση επιτοκίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πάντως, αυτό αρχίζει να αλλάζει σιωπηρά, καθώς σε περιπτώσεις αλλαγής συμβάσεων στεγαστικών δανείων που έχουν υπογραφεί, οι τράπεζες προχωρούν και σε νέα επιτόκια. Πρόκειται κυρίως για περιπτώσεις όπου ο πελάτης ζητά νέα σύμβαση με μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου του ή ζητά από την τράπεζά του να βγάλει υποθήκη από συγκεκριμένο ακίνητο που είχε συμφωνηθεί στην αρχική σύμβαση (π.χ. επειδή θέλει να το πουλήσει) και να βάλει κάποιο άλλο. Και στις δύο περιπτώσεις καταρτίζεται νέα σύμβαση με υψηλότερο επιτόκιο.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το αυξημένο κόστος χρήματος προβληματίζει τις τράπεζες σε τέτοιο βαθμό που θεωρούν πως πρέπει να υπάρξει ρήτρα αλλαγής του υπολογισμού του επιτοκίου ακόμα και στα στεγαστικά δάνεια.
Σημειώνεται ότι λόγω των συμβάσεων που είχαν υπογράψει με τους πελάτες τους τα προηγούμενα 2 – 3 χρόνια (ιδίως το 2007), οι τράπεζες φέρουν ένα πολύ χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού σε σχέση με το επιτόκιο στο οποίο δανείζονται οι ίδιες. Στην καλύτερη των περιπτώσεων και λαμβανομένου υπόψη ότι στην παρούσα φάση μια μέση προθεσμιακή κατάθεση κοστίζει 3%, οι τράπεζες «μπαίνουν μέσα» κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα από τα στεγαστικά δάνεια που έχουν χορηγήσει.
Σημειώνεται ότι τα προηγούμενα χρόνια οι τράπεζες έδιναν στεγαστικά δάνεια με επιτόκιο ΕΚΤ συν περιθώριο 1% ή ακόμη και χαμηλότερο, δηλαδή το τελικό επιτόκιο για τον πελάτη ανερχόταν στο 2%. Σήμερα το spread που επικρατεί κυμαίνεται από 2,80% για τους πολύ καλούς πελάτες μέχρι 4%, ενώ η βάση υπολογισμού του τελικού επιτοκίου γίνεται στο euribor τριμήνου (γύρω στο 1,028%) και για κάποιες τράπεζες στο euribor μηνός (0,80%).
Η αύξηση των επιτοκίων, πάντως, είναι δεδομένη, καθώς οι προβλέψεις των αναλυτών κάνουν λόγο για συνέχιση της ανόδου του διατραπεζικού επιτοκίου, εκτιμώντας ότι το euribor τριμήνου θα φτάσει στο 1,25%. Ηδη το euribor τριμήνου βρίσκεται υψηλότερα από το παρεμβατικό επιτόκιο 1% της ΕΚΤ, γεγονός που οι αναλυτές ερμηνεύουν ως προοπτική ανόδου και του παρεμβατικού επιτοκίου.
ΠΗΓΗ: capital.gr