Αναμενόμενα χαρακτηρίζει η Goldman Sachs τα αποτελέσματα των stress tests και το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών που προέκυψε απ’ αυτά.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ δεν αποτέλεσε έκπληξη για την Goldman Sachs, η οποία σε ανάλυσή της με σημερινή ημερομηνία επισημαίνει πως το ποσό των 4,4 δισ. ευρώ (στο βασικό σενάριο) και τα 14,4 δισ. ευρώ (στο δυσμενές σενάριο), δεν αποτελούν έκπληξη, αλλά ίσως αποτελέσουν μια πρόκληση για (ορισμένες) τράπεζες.
Το μέγεθος των συνολικών κεφαλαιακών αναγκών (14,4 δισ. ευρώ) είναι σε γενικές γραμμές στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο των εκτιμήσεων της GS (13,2 δισ. ευρώ). Είναι επίσης αντίστοιχη με τις εκτιμήσεις όπως περιγράφονται στα δημοσιεύματα του Τύπου. Το ελάχιστο ποσό ανακεφαλαιοποίησης για τον ιδιωτικό τομέα (4,4 δισ. ευρώ) κυμαίνεται μεταξύ των κεφαλαίων που αντλήθηκαν από την αγορά στις δύο προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις (περίπου 3 δισ. ευρώ το 2013 και 8 δισ. ευρώ το 2014), έναντι της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς, στα 4,9 δισ. ευρώ. Οι ανακοινωθείσες LMEs (liability management exercises) του ιδιωτικού κλάδου, μπορεί να αποφέρουν ελάφρυνση χρέους μέχρι και 1-2 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία για την ανακεφαλαιοποίηση, οι ελληνικές τράπεζες υποχρεούνται να αντλήσουν τουλάχιστον τα κεφάλαια που απαιτεί το βασικό σενάριο (4,4 δισ. ευρώ), προκειμένου να αποφύγουν την εξυγίανση. Το υπόλοιπο ποσό (μέχρι τα 10 δισ. ευρώ) θα μπορούσε να καλυφθεί με δημόσια κεφάλαια (ΤΧΣ) μέσω ενός συνδυασμού κοινών μετοχών και CoCos (25% και 75% αντίστοιχα).
Όπως επισημαίνει η Goldman Sachs, οι νέοι κανόνες δίνουν στην κυβέρνηση μεγαλύτερη διακριτική ευχέρεια για να επιβάλει ζημιές στους ιδιώτες πιστωτές και να ενισχύσει την θέση του ΤΧΣ. Το (θεσμικό) πλαίσιο επιτρέπει ένα επιλεκτικό bail-in για τους πιστωτές, ακόμη και στην περίπτωση που διοχετευθούν δημόσια κεφάλαια σε προληπτική βάση (δυσμενής περίπτωση) και αφήνει το ΤΧΣ με πλήρη δικαιώματα ψήφου και αυξημένες εξουσίες διακυβέρνησης (π.χ. δικαίωμα να ορίσει ένα μέλος του συμβουλίου με πρόσθετες εξουσίες εποπτείας).