Συνεχίζεται η πτωτική πορεία στις πωλήσεις των καταστημάτων μικρής λιανικής, ενώ, μείωση καταγράφεται και στο συνολικό αριθμό των καταστημάτων την τελευταία τριετία.
Τα παραπάνω επισημαίνονται στην τελευταία έκδοση της κλαδικής μελέτης “Καταστήματα Μικρής Λιανικής” που εκπόνησε η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Icap Group Α.Ε.
Όπως σημειώνει η Icap, ο κλάδος της μικρής λιανικής (περίπτερα, καταστήματα ψιλικών, παντοπωλεία) περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό καταστημάτων, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία λειτουργούν ως ατομικές επιχειρήσεις. Απασχολούν μικρό αριθμό ή και καθόλου προσωπικό, δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό αυτών αφορά οικογενειακής μορφής επιχειρήσεις. Η εγχώρια αγορά καταστημάτων μικρής λιανικής είναι «κατακερματισμένη», ο δε κλάδος χαρακτηρίζεται από ευρεία γεωγραφική διασπορά. Σε γενικές γραμμές, υπάρχει έντονη κινητικότητα στον κλάδο, καθώς παρατηρούνται συχνές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των καταστημάτων (κλείνουν καταστήματα από έναν ιδιοκτήτη και ανοίγουν από άλλον).
Σημαντική εξέλιξη για τον κλάδο και ειδικότερα για τα περίπτερα και τα καταστήματα ψιλικών αποτέλεσε η απελευθέρωση της πώλησης καπνικών προϊόντων, καθώς και το άνοιγμα του επαγγέλματος του περιπτερούχου (Ν. 3919/2011). Μ’ τον νόμο αυτόν καταργήθηκαν διάφοροι περιορισμοί όπως: τα πληθυσμιακά κριτήρια για την έκδοση της άδειας, η μόνιμη κατοικία των δικαιούχων κλπ.
Η εξεταζόμενη αγορά είναι κατακερματισμένη, ο βαθμός συγκέντρωσης του κλάδου είναι ουσιαστικά αμελητέος, ενώ ο ανταγωνισμός λόγω του πλήθους των εν λειτουργία καταστημάτων θεωρείται ιδιαίτερα έντονος. Επιπλέον, σημαντικός είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας, πολλές δε οδηγήθηκαν στην άρση της λειτουργίας τους τα τελευταία χρόνια.
Για αρκετά από τα είδη που διατίθενται από τα καταστήματα, η τιμή λιανικής πώλησης δεν προσδιορίζεται από την ίδια την επιχείρηση μικρής λιανικής, αλλά είναι εκ των προτέρων είτε προσδιορισμένη είτε δεσμευτική (από τις διάφορες επιχειρήσεις/ προμηθευτές).
Τα καταστήματα μικρής λιανικής διαθέτουν ένα ευρύ φάσμα προϊόντων. Σε γενικές γραμμές η ζήτηση των προϊόντων του κλάδου επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από αρκετούς οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Η τιμή πώλησης των προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, καθώς και οι γενικότερες μεταβολές στην καταναλωτική συμπεριφορά, καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό το ύψος των αγορών που πραγματοποιούνται από τα καταστήματα μικρής λιανικής.
Επιπλέον, η θέση ενός καταστήματος (π.χ. αν βρίσκεται σε κεντρικό σημείο, σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές, κοντά σε εργασιακούς χώρους, κοντά σε άλλα καταστήματα λιανικής, κλπ) αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επισκεψιμότητά του και για τη διάρθρωση των πωλήσεών του. Επισημαίνεται ότι, η εξέλιξη της ζήτησης ορισμένων προϊόντων (όπως τα καπνικά προϊόντα, οι εφημερίδες, τα περιοδικά, κλπ.) καθορίζει σε σημαντικό βαθμό την επισκεψιμότητα ενός περιπτέρου ή καταστήματος ψιλικών. Τούτο διότι τα συγκεκριμένα προϊόντα συμμετέχουν με υψηλό ποσοστό στο συνολικό κύκλο εργασιών των εν λόγω καταστημάτων. Περαιτέρω, η εύκολη πρόσβαση, η ποιότητα και η ποικιλία των εμπορευμάτων, καθώς και η εξυπηρέτηση διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην επιλογή ενός καταστήματος (mini market, κ.ά.), από πλευράς καταναλωτών. Συμπληρωματικά, η ικανότητα του ιδιοκτήτη/ υπαλλήλου στην ανάπτυξη προσωπικών σχέσεων με τους πελάτες, θεωρείται ένας ακόμη παράγοντας για τη διατήρηση του πελατολογίου.
Για τις διάφορες επιχειρήσεις/ προμηθευτές, ο κλάδος της μικρής λιανικής αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό κανάλι διανομής, το οποίο προσφέρει στον προμηθευτή και ορισμένα πλεονεκτήματα (συγκριτικά με την πώληση σε καταστήματα του οργανωμένου λιανεμπορίου), όπως είναι η πώληση προϊόντων με μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους, η είσπραξη απαιτήσεων με καλύτερους όρους, καθώς και η μεγαλύτερη ευκολία διείσδυσης και προβολής των προϊόντων.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια της Διεύθυνσης Οικονομικών – Κλαδικών Μελετών της ICAP Group επισημαίνει σχετικά με τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο σύνολο των Επιμελητηρίων της χώρας (περίοδος έρευνας Απρίλιος – Μάιος 2015), ότι στον κλάδο της μικρής λιανικής λειτουργούν περίπου 31,4 χιλ. καταστήματα το 2015, αριθμός μειωμένος κατά 2,5% σε σχέση με το 2014 και μειωμένος κατά 6% σε σχέση με το 2013.
Τα παντοπωλεία/mini markets καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό στο συνολικό αριθμό των καταστημάτων, συμμετέχοντας με 53,8% το 2015 (από 52,8% το 2014 και 51,2% το 2013). Ακολουθούν τα περίπτερα με 24,9% το 2015 (2014: 25,3%) και τα καταστήματα ψιλικών με 21,3% (2014: 21,9%).
Επί του συνόλου των καταγεγραμμένων καταστημάτων μικρής λιανικής, τα περισσότερα βρίσκονται στο νομό Αττικής (6,4 χιλ. καταστήματα). Επισημαίνεται ότι στην Αττική καταγράφηκε μείωση 4,5% στον αριθμό των καταστημάτων το 2015 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Επίσης, ο αριθμός τους το 2015 εμφανίζεται μειωμένος κατά 15% σε σχέση με το 2013. Το μερίδιό της διαμορφώθηκε σε 20,5% το 2015 από 22,5% το 2013. Ακολουθεί η Θεσσαλονίκη με 8,2% το 2015 και με μεγάλη διαφορά έπονται η Αχαΐα (3,9%), και το Ηράκλειο (3,9%).
Κατανομή ανά Περιφέρεια
Σε επίπεδο Διοικητικών Περιφερειών, η Αττική συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό καταστημάτων το 2015 (20,5%) και ακολουθεί η Κεντρική Μακεδονία (17,6%) και η Περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας (9,4%). Από την άλλη πλευρά, οι Περιφέρειες με το μικρότερο αριθμό καταστημάτων είναι η Δυτική Μακεδονία (2,4%) και η Περιφέρεια του Βόρειου Αιγαίου (3,5%).
Κατανομή ανά Τύπο Καταστήματος
Τα καταστήματα ψιλικών παρουσιάζουν μεγαλύτερη γεωγραφική συγκέντρωση στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα-Θεσσαλονίκη), συγκριτικά με τα περίπτερα και τα παντοπωλεία. Μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά παρατηρείται στα παντοπωλεία, καθώς μόλις το 18,1% αυτών βρίσκεται στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης.
Από την άλλη πλευρά, στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης είναι συγκεντρωμένο το 36,6% των περιπτέρων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα καταστήματα ψιλικών είναι 46,6%.
Αναλογία Κατοίκων ανά Κατάστημα Μικρής Λιανικής
Η κα Παντελαίου αναφέρεο ότι στο σύνολο της χώρας αντιστοιχούν 345 κάτοικοι ανά κατάστημα μικρής λιανικής. Η αναλογία είναι αυξημένη σε σχέση με τα δύο προηγούμενα έτη, λόγω της μείωσης των επιχειρήσεων. Η υψηλότερη αναλογία παρουσιάζεται στα καταστήματα ψιλικών (1.617 κάτοικοι/κατάστημα). Ακολουθούν τα περίπτερα (1.383 κάτοικοι/κατάστημα) και τα παντοπωλεία (641 κάτοικοι / κατάστημα).
Σε επίπεδο νομών, η υψηλότερη αναλογία κατοίκων ανά κατάστημα παρατηρείται στην Αττική (599 κάτοικοι/κατάστημα), την Μαγνησία (489 κάτοικοι/κατάστημα) και τα Δωδεκάνησα.
Η μικρότερη αναλογία εντοπίζεται στους νομούς Ζακύνθου (86 κάτοικοι/κατάστημα), Λέσβου (147 κάτοικοι/κατάστημα), Κυκλάδων (155 κάτοικοι/ανά κατάστημα) και Σάμου.
Μέγεθος ελληνικής αγοράς
Η συνολική αξία της αγοράς μικρής λιανικής υποχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό -7,3% την περίοδο 2011-2014. Ειδικότερα, το 2014 η αγορά μειώθηκε κατά 5%.
Σύμφωνα με τη Senior Manager της ICAP Group, Ελένη Δεμερτζή, η συρρίκνωση του εισοδήματος των καταναλωτών, ο περιορισμός των “παρορμητικών” αγορών και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από το οργανωμένο λιανεμπόριο, έχουν επηρεάσει αρνητικά τις συνολικές πωλήσεις του κλάδου. Επιπρόσθετα, παρατηρείται μεταβολή των καταναλωτικών συνηθειών, η οποία εκφράζεται με την προσπάθεια αποτελεσματικότερης κατανομής του οικογενειακού προϋπολογισμού, την αγορά κυρίως βασικών ειδών πρώτης ανάγκης, τη στροφή σε οικονομικότερα προϊόντα, κλπ.
Ανά κατηγορία καταστημάτων σημειώνονται τα εξής: Τα παντοπωλεία/ mini markets εκτιμάται ότι κάλυψαν περίπου το 47% των συνολικών πωλήσεων των καταστημάτων μικρής λιανικής το 2014, ενώ τα περίπτερα και τα καταστήματα ψιλικών απέσπασαν το 33% και 20% αντίστοιχα. Σύμφωνα με προβλέψεις της ICAP Group Α.Ε., περαιτέρω μείωση της αγοράς εκτιμάται και για το 2015 με ρυθμό της τάξης του 6%.
Η κα Δεμερτζή επισημαίνει επίσης ότι τα καταστήματα της μικρής λιανικής για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας αλλά και τον έντονο ανταγωνισμό, θα πρέπει να στηριχθούν στα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους τα οποία είναι κυρίως η προσωπική επαφή με τον πελάτη αλλά και το διευρυμένο ωράριο λειτουργίας τους.
Τα εξεταζόμενα καταστήματα αποτελούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό κανάλι πωλήσεων για αρκετές επιχειρήσεις – προμηθευτές (τροφίμων, ποτών, καπνού κ.λπ.), δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προβάλουν τα προϊόντα τους κυρίως σε σημεία με υψηλή καταναλωτική κίνηση.