Στην υπογραφή της σύμβασης για την ιδιωτικοποίηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων προχώρησε πριν από λίγο η διοίκηση του ΤΑΙΠΕΔ με τους εκπροσώπους της κοινοπραξίας Fraport-Κοπελούζου.
Σημειώνεται ότι η κυριότητα των αεροδρομίων θα παραμείνει στο ελληνικό Δημόσιο για όλη τη διάρκεια της παραχώρησης και πέραν της προκαταβολής του τιμήματος παραχώρησης, η οποία ανέρχεται σε 1.234.000.000 ευρώ, θα καταβάλλεται κάθε χρόνο τίμημα 22,9 εκατ. ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως.
Επιπλέον, η κοινοπραξία Fraport- Κοπελούζου θα επενδύσει συνολικά 330 εκατομμύρια ευρώ σε αερολιμενικές υποδομές μέχρι το 2020, ενώ κατά τα επόμενα χρόνια της παραχώρησης θα ακολουθήσουν επενδύσεις συντήρησης, αναβάθμισης και επέκτασης των αεροδρομίων καθοριζόμενες από την εξέλιξη της επιβατικής κίνησης.
Ακολουθεί η επίσημη ανακοίνωση:
Η Fraport AG με τον Όμιλο Κοπελούζου υπέγραψαν σήμερα με το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε (ΤΑΙΠΕΔ) τις συμβάσεις παραχώρησης για τη λειτουργία, τη διαχείριση, την ανάπτυξη και τη συντήρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων της Ελλάδας για 40 χρόνια. Η ανάληψη της λειτουργίας των αεροδρομίων επίκειται για το φθινόπωρο του 2016, με την ταυτόχρονη προκαταβολή του τιμήματος παραχώρησης ύψους 1.234.000.000€ από την κοινοπραξία. Το ΤΑΙΠΕΔ επέλεξε ως προτιμητέο επενδυτή την κοινοπραξία Fraport- Κοπελούζου τον Νοέμβριο του 2014, στο πλαίσιο της διεθνούς διαγωνιστικής διαδικασίας παραχώρησης των περιφερειακών αεροδρομίων που ξεκίνησε το 2013.
Συνολικά, τα 14 ελληνικά περιφερειακά αεροδρόμια εξυπηρέτησαν το 2014 περίπου 22 εκατομμύρια επιβάτες και αναμένεται να ξεπεράσουν τα 23 εκατομμύρια σε επιβάτες για το 2015. Ειδικότερα, το διεθνές επιβατικό κοινό αποτελεί το 77% της συνολικής κίνησης στα 14 αυτά αεροδρόμια.Τα αεροδρόμια που βρίσκονται στην ηπειρωτική χώρα είναι του Ακτίου (PVK), της Καβάλας (KVA) και της Θεσσαλονίκης (SKG). Τα υπόλοιπα 11 αεροδρόμια βρίσκονται σε νησιά και είναι της Κέρκυρας (CFU), των Χανίων/ Κρήτης (CHQ), της Κεφαλονιάς (EFL), της Κω (KGS), της Μυτιλήνης (MJT), της Μυκόνου (JMK), της Ρόδου (RHO), της Σάμου (KGS), της Σαντορίνης (JTR), της Σκιάθου (JSI)και της Ζακύνθου (ZTH).
Στις εταιρείες διαχείρισης των αεροδρομίων, η FraportAG θα έχει την καθαρή πλειοψηφία των μετοχών και ο Όμιλος Κοπελούζου θα έχει το υπόλοιπο μερίδιο. Η κυριότητα των αεροδρομίων θα παραμείνει στο Ελληνικό Δημόσιο για όλη τη διάρκεια της παραχώρησης. Πέραν της προκαταβολής του τιμήματος παραχώρησης, θα καταβάλλεταικάθε χρόνο τίμημα 22,9 εκατ. ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως. Επιπλέον, η κοινοπραξία Fraport- Κοπελούζου θα επενδύσει συνολικά 330 εκατομμύρια ευρώ σε αερολιμενικές υποδομές μέχρι το 2020, ενώ κατά τα επόμενα χρόνια της παραχώρησης θα ακολουθήσουν επενδύσεις συντήρησης, αναβάθμισης και επέκτασης των αεροδρομίων καθοριζόμενες από την εξέλιξη της επιβατικής κίνησης.
Ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Fraport AG, Dr. Stefan Schulte δήλωσε: «Από τότε που επιλεγήκαμε ως προτιμητέος επενδυτής, πριν από περίπου έναν χρόνο, η Fraport και ο Όμιλος Κοπελούζου έχουν παραμείνει σταθερά προσηλωμένοι στα ελληνικά περιφερειακά αεροδρόμια – ένα έργο με οφέλη, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τους ίδιους τους Έλληνες.Η εκτεταμένη τεχνογνωσία της Fraport θα ενισχύσει και τις 14 αεροπορικές πύλες εισόδου οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας για την Οικονομία της χώρας και ιδιαίτερα για τον σημαντικό διεθνή τουριστικό τομέα στην Ελλάδα. Είμαστε περήφανοι που η Ελληνική Κυβέρνηση και το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε (ΤΑΙΠΕΔ) εμπιστεύτηκαν στην κοινοπραξία Fraport – Κοπελούζουτο έργο της ενδυνάμωσης της ανταγωνιστικής θέσης αυτών των αεροδρομίων στις επόμενες δεκαετίες. Επιθυμούμε να ευχαριστήσουμε, τόσο το ΤΑΙΠΕΔ, όσο και την ελληνική κυβέρνηση για την επαγγελματική συνεργασία τους στην επίτευξη αυτής της συμφωνίας –ορόσημο».
Ο ιδρυτής και πρόεδρος του Ομίλου Κοπελούζου, Δημήτρης Κοπελούζος, δήλωσε: «Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες και πιο επωφελείς επενδύσεις με εθνικά και κοινωνικά κριτήρια. Η παραχώρηση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων της Ελλάδας αναμφίβολα αποτελεί μία βάση επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, ειδικά σε μία από τις πιο κρίσιμες χρονικές περιόδους που διανύει σήμερα η χώρα. Τα οφέλη σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο είναι πολλαπλά και η σύμπραξη των δύο εταιρειών, αποτελεί εγγύησηγια την επιτυχή υποστήριξη του τουρισμού που αποτελεί τη βαριά βιομηχανίατης Ελλάδας, την ενίσχυση της εθνικής ανταγωνιστικότητας και Οικονομίας και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».