Δύο Ιρανούς και έναν υπήκοό τους προσάγει σε δίκη το Μπαχρέιν, με την κατηγορία της κατασκοπείας υπέρ των Φρουρών της Επανάστασης του Ιράν, σύμφωνα με το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων.
«Άπαντες κατηγορούνται για επαφές με τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης στους οποίους προσέφεραν στρατιωτικές και οικονομικές πληροφορίες από το 2002 έως τον Απρίλιο του 2010 έχοντες ως πρόθεση να βλάψουν τα εθνικά συμφέροντα», μεταδίδει το ΒΝΑ.
Στο ίδιο τηλεγράφημα τονίζεται πως οι κατηγορούμενοι είχαν ζητήσει χρήματα από την επίλεκτη ιρανική μονάδα ως αντάλλαγμα για τις πληροφορίες τους.
Η επόμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου ορίστηκε για τις 20 Απριλίου, τονίζεται στο ίδιο κείμενο, χωρίς να δίδονται όμως άλλες λεπτομέρειες.
Παράλληλα, η ανθρωπιστική οργάνωση Human Rights Watch ζήτησε σήμερα από τις αρχές του Μπαχρέιν να σταματήσουν τις διώξεις που έχουν δρομολογήσει κατά του Μανσούρ Αλ Τζίμρι, πρώην αρχισυντάκτη της εφημερίδας Αλ Ουάσατ, και να σταματήσει η εκστρατεία λογοκρισίας στα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης.
«Μία λανθασμένη είδηση δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να σταματήσεις μία εφημερίδα και να φυλακίσεις τον αρχισυντάκτη της», τονίζει σε ανακοινωθέν του ο Τζο Στορκ, βοηθός του διευθυντή της HRW για τη Μέση Ανατολή.
«Η βασιλική οικογένεια του Μπαχρέιν αποδεικνύει πως δεν ορρωδεί προ ουδενός για να λογοκρίνει το μοναδικό μέσο ενημέρωσης που θεωρείται ευρέως ως ανεξάρτητη πηγή πληροφόρησης» στη χώρα, τονίζει ο ίδιος.
Σε δηλώσεις του ο Τζίμρι τονίζει πως ο ίδιος ανακρίθηκε χθες για πάνω από δύο ώρες, την αυτή ανάκριση υπέστησαν επίσης και δύο πρώην συνεργάτες του, οι Ουάλιντ Νουέιχεντ και Άκιλ Μίρζα.
Ο ίδιος τόνισε πως ανακρίθηκε για την δημοσίευση «ψευδών πληροφοριών» στην εφημερίδα του κατά τη διάρκεια και μετά τα λαϊκά συλλαλητήρια στα μέσα Φεβρουαρίου και Μαρτίου στη χώρα. Ο Τζίμρι είχε παραιτηθεί μετά τις σχετικές κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί από την κρατική τηλεόραση.
Οι υπηρεσίες της γενικής εισαγγελίας τόνισαν πως ο Τζίμρι θα προσαχθεί, μαζί με τους δύο συνεργάτες του, ενώπιον της δικαιοσύνης μετά το πέρας των ανακρίσεων για «τη δημοσίευση ψευδών πληροφοριών ερεθιστικής φύσεως για τη δημόσια τάξη».