Ως κρίσιμη για το μέλλον χαρακτηρίζει την διαπραγμάτευση ο Γιάννης Στουρνάρας. «Σήμερα δεν νοείται νέα οπισθοδρόμηση», τονίζει και συμπληρώνει:
«Η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί από το 2010 μέχρι σήμερα αγγίζει το 75% του τελικού, αναγκαίου για τη βιωσιμότητα του χρέους στόχου» (δηλαδή την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018) και «εάν μάλιστα δεν είχε μεσολαβήσει η οπισθοδρόμηση των πρώτων έξι μηνών του 2015, η μέχρι τώρα προσαρμογή θα ήταν πάνω από το 85% του τελικού στόχου»! Και υπογραμμίζει πως «τo κόστος, οικονομικό και κοινωνικό, της εναπομένουσας δημοσιονομικής και ασφαλιστικής προσαρμογής αναμένεται να είναι σημαντικά μικρότερο του προβλεπόμενου οφέλους».
«Δεν τίθεται καν θέμα σύγκρισης μεταξύ κόστους και οφέλους. Διότι μια ενδεχόμενη αποτυχία στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, επαναφέροντας στη μνήμη την αρνητική εμπειρία του πρώτου εξαμήνου του 2015. Επανάληψη αυτής της εμπειρίας εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους που δύσκολα θα τους αντέξει αυτή τη φορά η ελληνική οικονομία». Προειδοποιεί μάλιστα πως, μια σειρά διεθνών προβλημάτων, «καθιστούν άκρως επικίνδυνη μια ενδεχόμενη αποτυχία των διαπραγματεύσεων στο Eurogroup και μεταφορά τους σε Συμβούλιο Κορυφής», καταλήγει ο κ. Στουρνάρας.