Επιβράδυνση της ύφεσης και ταχεία επάνοδο σε θετικό έδαφος της επενδυτικής δαπάνης και της απασχόλησης εντός του 2016 προβλέπει η Alpha bank στο τελευταίο εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων.
Τα στοιχεία στα οποία βασίζεται η πρόβλεψη αυτή είναι ο ρυθμός βελτίωσης του δείκτη οικονομικού κλίματος και η παγίωση ενός σταθερού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η τράπεζα, «αυτό προϋποθέτει την επιτάχυνση του ρυθμού υλοποιήσεως των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει η νέα συμφωνία καθώς έτσι θα σταθεροποιηθούν οι προσδοκίες του επενδυτικού κοινού μετά από μία μακρά περίοδο αναταράξεων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η πορεία εφαρμογής των διαρθρωτικών μέτρων τα οποία έχουν καθαρά αναπτυξιακό χαρακτήρα και η ταχεία προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων που περιλαμβάνονται στη συμφωνία. Τούτο, αφενός τονώνει την οικονομική δραστηριότητα και αφετέρου βοηθά στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων χωρίς την ανάγκη λήψεως σφοδρότερων ταμειακών μέτρων».
Οι αναλυτές της τράπεζας υπενθυμίζουν ότι ο δείκτης οικονομικού κλίματος βελτιώθηκε στις 87,1 μονάδες τον Δεκέμβριο 2015, από 86,5 μονάδες τον Νοέμβριο 2015. Ειδικότερα, ο δείκτης προσδοκιών στον επιχειρηματικό τομέα βελτιώθηκε αισθητά τους τελευταίους μήνες του 2015, και ιδιαίτερα τον Δεκέμβριο συνεχίσθηκε η ανοδική του πορεία για τέταρτο κατά σειρά μήνα όταν διαμορφώθηκε στις -13,6 μονάδες. Συνεπώς, ο δείκτης έχει επανέλθει στο επίπεδο του Ιουνίου 2015, δηλαδή προ της επιβολής των κεφαλαιακών ελέγχων.
Ωστόσο, παρά την βελτίωσή του στο τέταρτο τρίμηνο του 2015, σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο 2015, ο δείκτης των επιχειρηματικών προσδοκιών συνολικά το 2015 παραμένει υποτονικός, καθώς διαμορφώνεται σε επίπεδο αρκετά χαμηλότερο από τη διετία 2013-2014. Όπως εμφαίνεται στο Γράφημα, η χαμηλή αυτή επίδοση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην κατάρρευση του δείκτη την περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2015.
Η Alpha bank εξηγεί ότι ο σχετικά αργός ρυθμός ανακάμψεως του δείκτη προσδοκιών μπορεί να θεωρηθεί, όμως, δικαιολογημένος, αφού οι ελληνικές επιχειρήσεις εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται σε ένα περιβάλλον υψηλής φορολογήσεως και χαμηλής ευελιξίας. Συγκεκριμένα, παρά την εξαετή κρίση η οποία προκάλεσε μεγάλες απώλειες σε αριθμό επιχειρήσεων, απασχολουμένων και προστιθέμενης αξίας, οι ελληνικές επιχειρήσεις που επιβίωσαν, λειτουργούν σε ένα περιβάλλον που προσδιορίζεται από τις κάτωθι παραμέτρους.
Αναλυτικά:
Πρώτον, την παρουσία των κεφαλαιακών ελέγχων που παρά τη σταδιακή τους χαλάρωση συνεχίζουν να δημιουργούν δυσχέρειες στις εμπορικές συναλλαγές.
Δεύτερον, τη συσσώρευση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, που διαμορφώνονται στα € 5,1 δισ. στο τέλος Οκτωβρίου 2015, και επιβαρύνουν έτι περαιτέρω τις δυσμενείς συνθήκες ρευστότητας. Η επιτάχυνση της εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής είναι καθοριστικής σημασίας ως προς αυτό, ώστε να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και να επισπευτεί η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
Τρίτον, την αύξηση των φορολογικών συντελεστών επί των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και της προκαταβολής φόρου, η οποία συνιστά σημαντικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Τέλος, την αποδυνάμωση της εσωτερικής ζητήσεως ως αποτέλεσμα των νέων φορολογικών επιβαρύνσεων στην κατανάλωση ενός ευρύτατου φάσματος προϊόντων και υπηρεσιών. Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να αντισταθμίσει μερικώς αυτήν την επίδραση είναι η διατήρηση των χαμηλών τιμών του πετρελαίου που δρα τονωτικά τόσο στο διαθέσιμο εισόδημα και συνεπώς στην κατανάλωση, όσο και στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων.