Η τάση σταθεροποίησης της οικονομικής δραστηριότητας, που διαμορφώθηκε τους δύο τελευταίους μήνες του 2015, συνεχίζεται και τον Ιανουάριο του 2016, με το επιχειρηματικό κλίμα να παρουσιάζει βελτίωση, παραμένοντας όμως σε σχετικά χαμηλό επίπεδο.
Την ίδια ώρα, διάφορες προκλήσεις θέτουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα αυτή, καθώς καθυστερεί η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής, αφού δεν έχουν ακόμα αντιμετωπιστεί τα θέματα του ασφαλιστικού και των «κόκκινων δανείων».
Αυτό εντείνει την ανησυχία στην αγορά, όπως εκφράζεται εν μέρει με την επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και των λιανικών πωλήσεων.
Επιπρόσθετα, η έλλειψη ρευστότητας και η χαμηλή ζήτηση, εξακολουθούν να ασκούν πιέσεις στην οικονομική δραστηριότητα και ενέχουν τον κίνδυνο να βλάψουν την ανάκαμψη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Πιο αναλυτικά:
Σημαντική βελτίωση κατέγραψε τον Ιανουάριο του 2016 ο δείκτης οικονομικού κλίματος, ο οποίος κινείται ανοδικά από τον περασμένο Αύγουστο, όταν είχε σημειωθεί πτώση ρεκόρ μετά την επιβολή των capital controls. Η άνοδος του οικονομικού κλίματος οφείλεται στη βελτίωση των προσδοκιών σε όλους τους τομείς και ιδίως στις υπηρεσίες. Παρόλα αυτά, ο δείκτης παραμένει σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο που βρισκόταν τον Ιανουάριο του 2015 (στις 91,6 μονάδες έναντι 95,9 μονάδες πέρυσι).
-Σημάδια σταθεροποίησης, στο επίπεδο των 50 μονάδων, εμφανίζει ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών στη μεταποίηση (PMI) τον Ιανουάριο του 2016, με ενθαρρυντικό στοιχείο το γεγονός ότι ο ρυθμός με τον οποίο αυξήθηκαν οι θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, αν και χαμηλός, ήταν ο ταχύτερος που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2007. Παρόλα αυτά, οι νέες παραγγελίες παρουσίασαν περαιτέρω μείωση, όπως και οι νέες παραγγελίες εξαγωγών.
-Στον τομέα της απασχόλησης, τον Δεκέμβριο του 2015 σημειώθηκε θετική καθαρή ροή μισθωτής εργασίας (+7.826 θέσεις εργασίας), ενώ για το σύνολο του 2015 καταγράφηκε αύξηση της μισθωτής απασχόλησης (+99.700 άτομα), αποτελώντας τη δεύτερη καλύτερη επίδοση από το 2001 και την τρίτη συνεχή καθαρή αύξηση απασχόλησης μετά τα 6 χρόνια πτώσης (2006-2012).
-Ο τουρισμός συνεχίζει και τον Νοέμβριο του 2015 να επιδεικνύει θετικές επιδόσεις. Παρά τη μείωση των αφίξεων (-4%), οι ταξιδιωτικές εισπράξεις παρουσίασαν σημαντική άνοδο (+16%), γεγονός το οποίο οφείλεται στην αύξηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι (+22,6%). Συνολικά, κατά το διάστημα Ιαν – Νοε 2015 οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ανήλθαν στα €14 δισ. περίπου, παρουσιάζοντας αύξηση 5,9% σε σύγκριση με πέρυσι, ενώ οι αφίξεις αυξήθηκαν κατά 7,5%.
-Οι εξαγωγές αγαθών ανακάμπτουν τον Δεκέμβριο του 2015 (+2,7% εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών), παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη άνοδο στο σύνολο του έτους (+8,2%). Παράλληλα βελτίωση σημειώθηκε στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τον Νοέμβριο του 2015, (μείωση ελλείμματος κατά €278,4 εκατ.), κυρίως ως αποτέλεσμα της υποχώρησης των καθαρών πληρωμών για καύσιμα, ενώ οι καθαρές πληρωμές για αγορές πλοίων ήταν αυξημένες σε σχέση με το Νοέμβριο του 2014.
Κατά το διάστημα Ιαν – Νοε 2015, οι εισπράξεις από εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία αυξήθηκαν κατά +4,6%, αν και μετά την επιβολή των capital controls εμφανίζεται μείωση, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές μειώθηκαν κατά -0,9% (μετά τον Ιούλιο, -10%).
-Η ροή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων ήταν θετική τον Δεκέμβριο του 2015 (+€411 εκατ.) για πρώτη φορά μετά από την επιβολή των capital controls, ενώ ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών παρουσίασαν αύξηση (+€1.452 εκατ.) για πρώτη φορά έπειτα από 12 μήνες συνεχόμενης εκροής καταθέσεων. Ωστόσο, η αύξηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πίστωση αγροτικών επιδοτήσεων (€1,3 δισ.) και την καταβολή του δώρου Χριστουγέννων στον ιδιωτικό τομέα.
-Οι όροι εμπορίου στη γεωργία παρουσιάζουν βελτίωση, καθώς συνεχίζεται για 28ο μήνα η μείωση των τιμών εισροών τον Νοέμβριο του 2015 (-2,2% Ιαν – Νοε 2015), την ώρα που οι τιμές εκροών (αγροτικών προϊόντων) αυξάνονται για 12ο συνεχόμενο μήνα (+5,4% Ιαν – Νοε 2015). Εξάλλου, σύμφωνα με τους εθνικούς λογαριασμούς, το καθαρό εισόδημα των αγροτών αυξήθηκε κατά +5,4%, έναντι μείωσης κατά -8,8% το 2013, όταν οι φόροι παραγωγής αυξήθηκαν σημαντικά (+68%).
Από την άλλη πλευρά:
-Παρά τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχωρεί τον Ιανουάριο του 2016 σε επίπεδο 15 μονάδων χαμηλότερο από το αντίστοιχο περυσινό (στις -63,9 μονάδες έναντι -49,3 πέρυσι), αποτυπώνοντας την έντονη ανησυχία των νοικοκυριών σχετικά με την εξέλιξη του εισοδήματος και της οικονομικής τους κατάστασης το επόμενο διάστημα.
-Πτωτικά κινήθηκαν οι λιανικές πωλήσεις τον Νοέμβριο του 2015, με τον δείκτη όγκου να υποχωρεί σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2014 (-4,5% ή -3,5% εξαιρουμένων των καταστημάτων καυσίμων), κυρίως στα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (-7,1%) και στα πολυκαταστήματα (-5,1%). Θετικά ωστόσο κινούνται οι πωλήσεις στα καταστήματα ένδυσης και υπόδησης (+4,9%) και στα καταστήματα βιβλίων/χαρτικών/ειδών δώρων (+4,7%), τα οποία περιλαμβάνουν και την κατηγορία προϊόντων πληροφορικής/τηλεπικοινωνιών. Σε επίπεδο 11μήνου (Ιαν – Νοε 2015), καταγράφεται πτώση -1,7% (-0,6% εξαιρουμένων των καταστημάτων καυσίμων), έναντι αύξησης +0,3% (+1,0% εξαιρουμένων των καταστημάτων καυσίμων) κατά το πρώτο 6μηνο του 2015.
-Υποχώρηση, για 5ο συνεχόμενο μήνα, παρουσιάζει η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα τον Οκτώβριο του 2015 (-37,9%), αντιστρέφοντας τη θετική πορεία των πρώτων μηνών του έτους που σημειώθηκε κυρίως σε τουριστικές περιοχές. Συνολικά το διάστημα Ιαν – Οκτ 2015 η μεταβολή είναι αρνητική κατά -6,4%.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι η κατάσταση της οικονομίας βελτιώνεται, παραμένοντας όμως σε μια εύθραυστη ισορροπία. Η εικόνα αυτή προκύπτει και από τις χειμερινές προβλέψεις της ΕΕ, οι οποίες πλέον κάνουν λόγο για λιγότερο έντονη ύφεση (0% το 2015 και -0,7% το 2016) σε σχέση με τις προηγούμενες εκτιμήσεις της, ενώ προβλέπεται ανάπτυξη από το Β’ 6μηνο του τρέχοντος έτους.
Προκειμένου να απομακρυνθεί πλήρως ο κίνδυνος μιας νέας διατάραξης της σταθερότητας που έχει επιτευχθεί μέχρι τώρα, είναι αναγκαία η ταχύτερη υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής, για το οποίο σύμφωνα με υπολογισμούς του ΣΕΒ, προκύπτει ότι μόνο στο 35% των δράσεων που περιλαμβάνει έχει σημειωθεί ουσιαστική ή μερική πρόοδος υλοποίησης.