Επιμένει στις «κόκκινες γραμμές» της η κυβέρνηση – Φόβοι για déjà vu του περυσινού καλοκαιριού
Στην επιφάνεια επανέρχεται -μέσω της Κομισιόν αυτή την φορά- το πάγιο αίτημα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για σοβαρή μείωση της ασφαλιστικής δαπάνης, καθώς, εάν αληθεύει το δημοσίευμα του γερμανικού πρακτορείου ΜΝΙ πως οι θεσμοί δεν είναι διατεθειμένοι να επιστρέψουν στην Αθήνα πριν λάβουν συγκεκριμένες προτάσεις από την ελληνική πλευρά, οι οποίες θα είναι αποδεκτές [βλ. σχετικά: Σε τεντωμένο σχοινί η διαπραγμάτευση], ένας επιπλέον «πονοκέφαλος» προστίθεται στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Η Αθήνα βέβαια γνωρίζει ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που εξέφρασαν αυτή την εκτίμηση πρόσκεινται στον σκληροπυρηνικό κύκλο του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, από την άλλη όμως και η Κομισιόν είναι σε θέση να γνωρίζει το δημοσιονομικό κενό που υφίσταται για τα έτη 2016 και 2017.
Από την στιγμή που όλοι, εντός κι εκτός Ελλάδας, έχουν αντιληφθεί ότι επιπλέον φόρους είναι αδύνατον να αντέξουν οι φορολογούμενοι, η μείωση της ασφαλιστικής δαπάνης αποτελεί μονόδρομο. Με αυτό το σκεπτικό συμφωνεί και η ΕΚΤ, οι οικονομολόγοι της οποίας θεωρούν ότι η μείωση του χρέους εξυπηρετείται αποτελεσματικότερα εφαρμόζοντας πολιτικές μείωσης δαπανών και όχι μόνο σκληρής φορολόγησης.
Όπως παραδέχθηκε χθες και ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, η διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς έχει πλέον περιέλθει σε κρίσιμη φάση [βλ. σχετικά: Τσακαλώτος: Αν πάμε Μάιο, Ιούνιο καήκαμε], καθώς τα χρονοδιαγράμματα πιέζουν ασφυκτικά. «Πρέπει να τελειώσουμε γρήγορα μέχρι τα τέλη του Φεβρουαρίου για να ανοίξει μετά η συζήτηση για το χρέος, διότι, αν πάμε το Μάιο και τον Ιούνιο, καήκαμε» ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Οικονομικών, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να επιστήσει την προσοχή στην κοινωνική κόπωση της χώρας.
Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι διαμηνύουν με κάθε ευκαιρία ότι κάθε ελληνική προσπάθεια να προσδώσει πολιτικό χαρακτήρα στην διαπραγμάτευση, ιδίως στο Ασφαλιστικό, θα πέσει στο κενό, διότι δεν θα γίνει αποδεκτή από την πλειονότητα των εταίρων. Επομένως η ελληνική κυβέρνηση ήδη βαδίζει σε αδιέξοδο «τούνελ», προσπαθώντας επί ματαίω να εξασφαλίσει την στήριξη Γάλλων και άλλων που χρόνια τώρα τάσσονται υπέρ των ελληνικών θέσεων.
Στο κενό πέφτει επίσης το επιχείρημα νέας πρόωρης κάλπης. Η κυβέρνηση φροντίζει με κάθε ευκαιρία να υπογραμμίσει ότι «δεν θα στήνουμε κάλπες κάθε τρεις μήνες», με ταυτόχρονη υπενθύμιση του ότι η μείωση των βασικών συντάξεων παραμένει «κόκκινη γραμμή».
Ωστόσο, υπό τις νέες εξελίξεις στον τομέα των διαπραγματεύσεων, η κλιμακωτή μείωση των επικουρικών συντάξεων παραμένει αναπόφευκτη, και μάλιστα χωρίς να εξασφαλίζει την κάλυψη των απαιτήσεων των δανειστών.
Υπ΄ αυτό το πρίσμα, κύκλοι προσκείμενοι στον πρωθυπουργό εισηγούνται μια πιο ευέλικτη και ελαστική πολιτική, κυρίως στο ζήτημα της εμμονής σε ό,τι αυτή η κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως «κόκκινες γραμμές». Διότι θα ήταν τραγελαφικό να επαναληφθούν τα γεγονότα του περυσινού καλοκαιριού…