Την εκτίμησή τους ότι οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας δεν επιβαρύνουν, αλλά μειώνουν το κόστος ηλεκτροπαραγωγής, πέρα από τα οφέλη που σηματοδοτούν για το περιβάλλον, την περιφερειακή ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την τοπική αυτοδιοίκηση εξέφρασαν οι εκπρόσωποι του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών.
Οι εκπρόσωποι του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών από ΑΠΕ, προέβησαν στην εκτίμηση αυτή, σε σημερινή συνέντευξη Τύπου, επικαλούμενοι σχετική μελέτη του Πολυτεχνείου που παρουσιάστηκε επίσης σήμερα από τον καθηγητή ενεργειακής οικονομίας και πρώην πρόεδρο της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας κ. Π. Κάπρο.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, αν η Ελλάδα δεν πετύχει τους στόχους που έχουν τεθεί, για συμμετοχή των ΑΠΕ κατά 20% στο ενεργειακό ισοζύγιο ως το 2020, και το ποσοστό αυτό περιοριστεί στο 13% τότε το μέσο κόστος ηλεκτροπαραγωγής θα είναι 100,8 ευρώ ανά μεγαβατώρα ενώ αν επιτευχθεί ο στόχος το κόστος πέφτει στα 99,7 ευρώ.
Ο Σύνδεσμος αντιπαρήλθε τις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες η ανάπτυξη των ΑΠΕ επιβαρύνει τους καταναλωτές, μέσω του “Τέλους Ανανεώσιμων Πηγών” που καταβάλλουν με τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού και το οποίο σύμφωνα πάντα με τις ίδιες απόψεις θα πρέπει να αυξηθεί για να καλύψει την περαιτέρω διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών στο ενεργειακό ισοζύγιο τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο, το Τέλος αυτό έχει θεσπιστεί για να καλύπτει τη διαφορά μεταξύ της εγγυημένης τιμής που εισπράττουν οι ηλεκτροπαραγωγοί από Ανανεώσιμες Πηγές από το Διαχειριστή του Συστήματος, και της Οριακής Τιμής του Συστήματος που εισπράττουν από την αγορά. Η μελέτη του ΕΜΠ υποστηρίζει ότι η Οριακή Τιμή υποεκτιμάται, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το έλλειμμα που καλούνται να καλύψουν οι καταναλωτές μέσω του Τέλους ΑΠΕ. Η υποεκτίμηση γίνεται μεταξύ άλλων επειδή οι ΑΠΕ (σε αντίθεση με τις θερμικές μονάδες) δεν αποζημιώνονται για την ισχύ που παρέχουν στο σύστημα, όπως επίσης και επειδή δεν συνεκτιμάται το γεγονός ότι η ύπαρξη των ΑΠΕ μειώνει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αφού, αν δεν υπήρχαν, η παραγωγή τους θα έπρεπε να καλυφθεί από μια συμβατική μονάδα με πολλαπλάσιο κόστος. Το αποτέλεσμα – κατά τη μελέτη – είναι ότι:
“Τα τελευταία χρόνια το Ειδικό Τέλος ΑΠΕ είναι υπερτιμημένο προς όφελος των προμηθευτών και εις βάρος των καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας και θα έπρεπε να είναι σημαντικά μικρότερο”. Συγκεκριμένα, αν η Οριακή Τιμή υπολογισθεί με ορθότερο – κατά τη μελέτη του ΕΜΠ – τρόπο, τότε το τέλος ΑΠΕ που πληρώνουν οι καταναλωτές αντί για 4,3 ευρώ ανά μεγαβατώρα που είναι σήμερα, θα ήταν 2,8 ευρώ ενώ το 2020 αντί για 12,6 ευρώ (που θα πάει αν διατηρηθεί το σημερινό καθεστώς) μπορεί να περιοριστεί στα 4,1 ευρώ. Σε ετήσια βάση η διαφορά αυτή υπολογίζεται σε 100 εκατ. ευρώ.
Ο πρόεδρος του ΕΣΗΑΠΕ, κ. Γιώργος Περιστέρης αναφέρθηκε στα πρόσθετα οφέλη της ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών, λέγοντας ότι ένα αιολικό πάρκο ισχύος 50 μεγαβάτ:
-Εξοικονομεί 32.500 τόνους πετρελαίου ή 50.000 τόνους φυσικού αερίου, δηλαδή εισαγόμενων καυσίμων, το χρόνο, με προφανή βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου για όλη την περίοδο λειτουργίας της εγκατάστασης ΑΠΕ.
-Δημιουργεί – αναλόγως της τεχνολογίας ΑΠΕ – έως 950 θέσεις εργασίας στην περίοδο κατασκευής και έως 12 θέσεις εργασίας στην περίοδο λειτουργίας, περισσότερες από κάθε άλλη συμβατική πηγή ηλεκτροπαραγωγής.
-Καταβάλλει -στην περίπτωση 20ετούς λειτουργίας ενός αιολικού πάρκου – περίπου 6,5 εκατ. ευρώ στους τοπικούς Δήμους.
-Προσφέρει πλήθος αντισταθμιστικών οφελών στις τοπικές κοινωνίες.
-Αποτρέπει την εκπομπή στην ατμόσφαιρα 128.000 τόνων CO2 ετησίως με συνέπεια να αποτρέπει την καταστροφή 125.000 στρεμμάτων δασικής έκτασης.