Συνεχίζεται η παράδοση της υπερκατανάλωσης φαρμάκων στη χώρα μας, σύμφωνα με νέα έκθεση του ΟΟΣΑ, για την πολιτική Υγείας στις χώρες-μέλη του. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας, τα χρήματα που δαπανά το κράτος για φαρμακευτικά σκευάσματα ξεπερνούν το 1% του ΑΕΠ.
Την ίδια ώρα, Ισπανία και Πορτογαλία έχουν περιορίσει το αντίστοιχο ποσοστό κάτω από το 1%. Παράλληλα, η έκθεση επισημαίνει ότι στη χώρα μας παρατηρείται υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών, η οποία είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στην Ολλανδία.
Για τη φαρμακευτική δαπάνη λαμβάνουν υπόψη τους τα στοιχεία του 2013, από τα οποία προκύπτει ότι η Ελλάδα δαπάνησε το 1,9% του ΑΕΠ. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι τα ποσά που θα διαθέσει η χώρα μας είναι μειωμένα και καθηλωμένα στα 1,94 δισ. ευρώ έως το 2018 ή 1,1% του ΑΕΠ.
Επικαλούμενοι την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες έχουν περιορίσει τη δαπάνη κάτω από το 1% του ΑΕΠ, οι ειδικοί του ΟΟΣΑ κάνουν λόγο για ανάγκη περαιτέρω εξορθολογισμού της δαπάνης και αναδιάρθρωσης της νοσοκομειακής δαπάνης στην Ελλάδα.
Η διασύνδεση του ΑΕΠ με τη φαρμακευτική δαπάνη προκαλεί αντιδράσεις από τους εκπροσώπους της φαρμακοβιομηχανίας. Σημειώνουν ότι η κατά κεφαλήν δαπάνη για φάρμακα στην Ελλάδα υστερεί κατά 30% από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Προτείνουν τον καθορισμό ορίων ασφαλείας, αντί του υπολογισμού με το ΑΕΠ.
Στην έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνεται και η υψηλή κατανάλωση αντιβιοτικών με την αναφορά ότι οι Έλληνες γιατροί συνταγογραφούν κατά 50% περισσότερα σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού. Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, προτείνουν να παρακολουθείται πιο αποφασιστικά η χορήγηση των εν λόγω φαρμάκων και να γίνεται πιο ορθολογική τους χρήση, με το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Προτείνουν επίσης προγράμματα ενημέρωσης των επαγγελματιών της Υγείας, για την πρόληψη της υπερβολικής χορήγησης αντιβιοτικών.
Από την παράθεση των στοιχείων προκύπτει και μια κατάρρευση κρίσιμων δεικτών πρόσβασης και λειτουργίας του συστήματος και λειτουργίας του συστήματος Υγείας. Οι εμπειρογνώμονες του ΟΟΣΑ εκτιμούν πως το 21% των Ελλήνων δεν έχουν κάλυψη από το δημόσιο σύστημα Υγείας.
Ο Οργανισμός επισημαίνει επίσης μια σειρά από άλλους αρνητικούς δείκτες, όπως το κάπνισμα και η παχυσαρκία, οι οποίοι φέρνουν τη χώρα μας σε πολύ χαμηλές θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη.