Γράφει ο Νίκος Σουγλέρης
Στον απόηχο της συζήτησης στη Βουλή τα επιτελεία των δύο μεγάλων κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ προσπαθούν να καταγράψουν τα οφέλη αλλά και τις παραλήψεις.
Δυστυχώς οι Έλληνες πολίτες περίμεναν τόσο από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα -ο οποίος ευαγγελίζεται το κάτι νέο- αλλά και από τον πρόεδρο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη ότι θα δώσουν έναν τόνο αισιοδοξίας για τα τεκταινόμενα στη χώρα μας. Το μόνο που κατάφεραν και οι δύο, επικοινωνιακά, είναι να ευχαριστήσουν το πελατειακό τους ακροατήριο.
Ο πρωθυπουργός είχε υποσχεθεί να πει ονόματα, να αναφερθεί στις όποιες πρωτοβουλίες, αλλά δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έγινε. Όλοι αναρωτιούνται τι φοβάται ο κ Τσίπρας να βάλει το μαχαίρι στο κόκαλο. Γιατί φοβάται να σηκώσει το γάντι απέναντι στη διαφθορά και στη διαπλοκή σε όλους αυτούς που μέχρι σήμερα εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Ένα είναι βέβαιο ότι η συζήτηση δεν ωφέλησε τους Θεσμούς. Με τη στάση του ο πρωθυπουργός επέτυχε σε μεγάλο βαθμό τη σύγχυση, την απογοήτευση αλλά και την πικρία των πολιτών γιατί και ο ίδιος μετά από 15 μήνες στη διακυβέρνηση της χώρας κινείται στη γνωστή πεπατημένη των προκατόχων του. Και εδώ είναι το μεγάλο ζητούμενο. Θα τολμήσει ο πρωθυπουργός να αλλάξει την ατζέντα των πολιτικών εξελίξεων; Οι πολίτες δείχνουν και τώρα να τον εμπιστεύονται. Δείχνουν περίσσια ανοχή και περιμένουν κάτι καινούριο από τον 42χρονο Αλέξη Τσίπρα, το οποίο ωστόσο δεν έρχεται.
Το μόνο που ακούνε και βλέπουν καθημερινά είναι ότι για όλα τα δεινά σε αυτόν τον τόπο φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από τον ίδιο. Το πώς θα πορευτεί η χώρα το γνωρίζει ο πρωθυπουργός που έχει την πλειοψηφία. Ακόμη και η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη να παραιτηθεί να πάμε σε εκλογές, δεν είναι ζήτημα ουσίας. Είναι και αυτό ένα τέχνασμα επικοινωνιακό ενόψει του συνεδρίου της 22ης Απριλίου.
Εκτιμώ και επιμένω ότι η χώρα έχει ανάγκη από μία αξιόπιστη κυβέρνηση η οποία θα αλλάξει τα δεδομένα θα δώσει ελπίδα και θα τρέξει τις εξελίξεις και τα προβλήματα που καθημερινά διογκώνονται.