Σε ελληνικό έδαφος πατούν σήμερα οι εκπρόσωποι των θεσμών, ενώ ανοιχτά παραμένουν αρκετά ζητήματα.
Η διαπραγμάτευση με την ελληνική πλευρά ξεκινά από Δευτέρα, ενώ ο χρόνος αναχώρησης των δανειστών είναι δεδομένο ότι θα γίνει στις 12-13 Απριλίου, καθώς αρχίζει η Εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ, όπου αναμένεται να κριθεί και το αν το Ταμείο θα συνεχίσει να συμμετέχει στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το αποτέλεσμα της χθεσινής τηλεδιάσκεψη του Euroworking Group ήταν, αφενός ότι η αξιολόγηση θα πρέπει να κλείσει ιδανικά έως τις 12 Απριλίου. Έτσι ξεκινά ένα κρίσιμο δεκαήμερο οπότε και θα πρέπει να βρεθεί «κοινός τόπος» σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα και, σε κάθε περίπτωση, μέχρι το κρίσιμο Eurogroup της 22ας Απριλίου, δηλαδή σε 20 ημέρες από σήμερα. Αφετέρου κατέστη σαφές ότι η εκταμίευση της δόσης θα γίνει μόνον με τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, ενώ για να ξεκινήσει η συζήτηση για την ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να έχει ληφθεί μια σειρά από μέτρα, αλλά και ενδείξεις ισχυρής βούλησης ότι θα υλοποιηθούν.
Σε κάθε περίπτωση όλα θα πρέπει να έχουν «τελειώσει» το αργότερο μέχρι τις 23 Ιουνίου και το βρετανικό δημοψήφισμα για έξοδο ή μη από την ΕΕ.
Πέρα από το ασφαλιστικό όπου φαίνεται να υπάρχει σύγκλιση απόψεων μεταξύ των δύο πλευρών (τελευταία λεπτομέρεια έχει απομείνει το ύψος του συντελεστή αναπλήρωσης για τις συντάξεις) και το φορολογικό πακέτο των 5,4 δισ. ευρώ, μεγάλη είναι η απόσταση στο θέμα των «κόκκινων» δανείων, ενώ εκκρεμεί και το ζήτημα του νομοθετικού πλαισίου του ταμείου ιδιωτικοποιήσεων, τις αλλαγές στη διοίκηση των ΔΕΚΟ, αλλαγές στα επαγγέλματα και οι συστάσεις του ΟΟΣΑ για τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα.
Παράλληλα, πολλά απομένουν να γίνουν και στο θέμα εξεύρεσης του υπόλοιπου 1% των εσόδων από την παραμετρική φορολογία που μπορεί να προέλθει από τη φορολόγηση των ΙΧ, τα καύσιμα κλπ.
Από την πλευρά του το ΔΝΤ παραμένει αμετακίνητο, επιμένοντας ότι ο στόχος για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα το 2018 δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη λήψη μέτρων πάνω από το 3% του ΑΕΠ ή αν δεν υπάρξει γενναία ελάφρυνση του χρέους.
Το μεγάλο αγκάθι παραμένουν τα κόκκινα δάνεια, με τους θεσμούς να επιμένουν ότι πρέπει να λυθεί άμεσα, τονίζοντας ότι το θέμα έχει πάρει πολύ χρόνο, καθώς οι τράπεζες χρειάζονται εργαλεία για να μπορέσουν να τα απορροφήσουν.
Πηγή ανησυχίας για τους θεσμούς αποτελεί και το κατά πόσον γίνεται η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Ενδεικτική είναι η δήλωση Ευρωπαίου αξιωματούχου ότι δεν έχουν γίνει ακόμα μεταρρυθμίσεις που θα έπρεπε να είχαν γίνει από τον περασμένο Αύγουστο.
Πάντως, κοινή αίσθηση είναι ότι πλέον οι θεσμοί πετούν το «μπαλάκι» στην Αθήνα, καθώς διαμηνύουν σε όλους τους τόνους ότι επαφίεται στην πολιτική της βούληση να κλείσει η αξιολόγηση.